1940-1946
Πόλεμος – Φυλακές – Απελευθέρωση – Δεκέμβρης
Πόλεμος 1944
Ήταν τελείως τυχαία σύμπτωση που βρέθηκα μέσα στα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Θα ‘τανε Μάρτης του 1944 όταν η Άννα Τεριακή η φίλη μου ήρθε σπίτι ώρα που έλειπε ο πατέρας μου –η μαμά είχε φύγει από το σπίτι- και μου έδωσε ένα χαρτί. Μου είπε: «Μάθε το απέξω και σχίσ’ το μετά. Εγώ δεν μπορώ να πάω, ο υπεύθυνος αρρώστησε». Μου έδωσε μια διεύθυνση στη Γούβα κι έφυγε. Πήγα. Ένα δωμάτιο, σάλα, μ’ ένα τραπέζι μακρόστενο. Ήτανε καθισμένοι περισσότεροι άντρες μα πέρα στο κεφάλι του τραπεζιού καθόταν μια νέα κοπέλα με ξανθά κατσαρά μαλλιά που μου φάνηκε πολύ όμορφη, προπαντός όταν άρχισε να μιλάει. Ανέφερε διάφορα πολιτικά γεγονότα, ανέφερε ονόματα πολιτικών, το BBC, τον Τσώρτσιλ. Η γλώσσα της ροδάνι. Χάζεψα τόσο που ξέχασα εντελώς αυτά που είχα να πω. Από όλους εκεί μέσα ήξερα μόνο ένα νέο γείτονα που τον φωνάζαμε Τσάμπερλεν γιατί η θεία του που τον μεγάλωσε του έδινε πάντα να έχει μαζί του μια ομπρέλα μην τύχει και βρέξει. Ήταν Μάρτης. Απέναντί μου ήταν ένας μαυριδερός αδύνατος που μου φάνηκε γέρος. Ήταν του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει αναστατωμένη η γυναίκα του σπιτιού και λέει: «Το σπίτι είναι κυκλωμένο από αστυνομικούς». Θυμάμαι μόνο ένα όπλο στην πλάτη μου και να κάθομαι σ’ ένα καμιόνι. Μετά, ένα δωμάτιο με γραφεία και αστυνομικούς. Κάποιος που φαινόταν αρχηγός, πολύ αδύνατος, ψηλός –αργότερα όταν δούλευα στο θίασο του Αργυρόπουλου και παίζαμε το Στραβόξυλο του Ψαθά, βλέποντάς τον να θυμώνει στραβώνοντας τα μούτρα του νόμιζα πως έβλεπα τον τότε σκληρό αστυνομικό Ρακιντζή– μου δίνει ένα χαστούκι λέγοντας: «Τι θέλεις μ’ αυτούς εσύ, σκατό;». Ήμουνα στα 15. «Πάρ’ την από δω». Με παίρνει ένας αστυνομικός κοντός και με κλείνει σ’ ένα γραφείο.
Που και που έμπαινε, άνοιγε τα συρτάρια, κάτι έπαιρνε και κοιτώντας με μου έλεγε: «Θα τα πεις όλα». Τα θυμάμαι σαν να ‘μαι τώρα εκεί. Δεν φοβόμουνα, μόνο παρατηρούσα το κάθε τι. Είχα περισσότερο το μυαλό μου στο τι θα κάνω με τη φωτογραφία που είχα ραμμένη στη φόδρα του παλτού μου αριστερά –πάνω στην καρδιά μου. Η φωτογραφία ήταν του καθοδηγητή του Παγκρατίου Αλέξη που τον είχα ερωτευτεί και κάπου, δεν θυμάμαι πού, βρήκα αυτή τη φωτογραφία. Είναι μπροστά από ένα δέντρο ακουμπισμένος σε μια ομπρέλα. Αυτός ο Αλέξης, έμαθα αργότερα πως ήταν ο μετά από χρόνια δημοσιογράφος Πασαλάρης, είχε κάτι ωραία μάτια! Μόλις έφευγε ο αστυφύλακας ξήλωνα τη φόδρα μέχρι που έβγαλα τη φωτογραφία. Την έκοψα κομματάκια και την έφαγα. Την τελευταία φορά που μπήκε μου είπε: «Έλα» και βγήκαμε σ’ ένα διάδρομο. Αριστερά είχε μια σκάλα. Είδα τον κακομοίρη τον Τσάμπερλεν να τον σούρνουνε δύο αστυνομικοί ξυπόλητο, να τρέχουν αίματα από τα πόδια του. Μας κατεβάσανε μια σκάλα και φτάσαμε σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο με δωματιάκια. Αναρωτιόμουνα τι γίνανε οι άλλοι. Δεν τους ήξερα αλλά έμαθα μετά πως εκείνη η όμορφη κοπέλα ήταν η Γλύκατζη, η μετά κυρία Αρβελέρ. Δεν τη συνάντησα να τη ρωτήσω. Αργότερα όταν την είδα από μακριά σε ένα συνέδριο ζωγράφων, αφού μίλησε για τη φρικτή μας παιδεία στα σχολεία, έφυγε ανεμίζοντας ένα διαβατήριο και φωνάζοντας «Εγώ έχω γαλλικό διαβατήριο».
Στο δωματιάκι που με βάλανε ήτανε μόνο ένα νέο κορίτσι πολύ όμορφο με ένα μωρό τριών περίπου μηνών. Αυτοί οι δυο γίνανε η παρέα μου όσο έμεινα στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας. Το βράδυ μόνο φέρνανε μερικές γυναίκες που το πρωί τις πηγαίνανε στο γιατρό. Να μη θυμάμαι το όνομά της! Είχε ένα πολύ όμορφο πρόσωπο. Τα χεράκια της όμως είχανε καεί, είχε πέσει μικρή στο μαγκάλι, και τα ‘χε μαζεμένα σαν να κράταγε μπάλα. Ήτανε 16 χρονών. Το φίλο της που τον είχανε στο διπλανό κελί με τον Τσάμπερλεν, τον περνάγανε απ’ το διάδρομο να τον πάνε στην ταράτσα –βάζανε το θόρυβο μιας μοτοσυκλέτας και τον δέρνανε. Τότε κράταγα εγώ το μωρό κι εκείνη έκλαιγε. Ήταν κλέφτης και την είχε βοηθό. Μου έλεγε πως μ’ ένα εργαλείο που το λέγανε καρακούτσο ξηλώνανε τα πατζούρια κι αυτή έτσι μικρόσωμη που ήτανε έμπαινε στο σπίτι και κλέβανε. Μια μέρα ήρθε στο παραθυράκι του διαδρόμου η μάνα της. Μια φοβερή γυναίκα. Σαν τη Φροσάρα που λένε. Την έβρισε κι έφυγε. Δεν της έφερε τίποτα. Μας δίνανε πολύ λίγο φαγητό, όλα νερόβραστα, και πεινούσαμε. Μια άλλη μέρα φωνάξανε: «Δρόσου» και είδα στο παραθυράκι έναν κύριο που δεν ήξερα. Φώναξε: «Είμαι φίλος της κυρίας Παπαζήση, φίλης της μητέρας σας. Κέρδισα το λαχείο και σας φέρνω ένα κιλό φέτα και ένα καρβέλι ψωμί». Τον βαφτίσαμε Κουρτουλούς. Το Κουρτουλούς ήταν ένα τούρκικο καράβι που μας έφερνε τρόφιμα και ξηρούς καρπούς τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Γιορτή! Τα μοιράσαμε σ’ όλους, ακόμα και στους αστυφύλακες.
Παίζαμε ώρες οι δυο μας. Η κλεφτρίτσα μου μάθαινε πώς μπορείς να πάρεις κάτι από την τσέπη χωρίς να σε πάρουνε χαμπάρι. Μου έλεγε πόσο αγαπούσε το φίλο της και ήθελε να τον παντρευτεί. Κι εγώ της τραγουδούσα ένα τραγούδι του Χαιρόπουλου που τότε μου άρεσε πολύ και το τραγουδούσα με πάθος.
Έλα γι’ απόψε
Μόνο απόψε λίγη ώρα
Έξω φυσάει κι είναι κρύο
Κι είναι μπόρα
Κι αυτή νανούριζε το μικρό και το βύζαινε. Στρώναμε τις κουβέρτες μας, το βάζαμε στη μέση και κοιμόμαστε. Αν είχανε φέρει άλλες γυναίκες το βράδυ, αυτές ξενυχτούσαν συζητώντας. Πρωί πρωί τις παίρνανε.
Πάσχα, Μεγάλη Πέμπτη μας βγάλανε από τα υπόγεια της Στουρνάρα και φύγαμε ο Τσάμπερλεν κι εγώ πιασμένοι από το χέρι. Ήμαστε ελεύθεροι.
Ήταν αργά το απόγευμα. Ρωτώντας βγήκαμε στο Ζάππειο. Από κει και πέρα ξέραμε το δρόμο. Στο Βύρωνα είχε γνωστούς, θα πηγαίναμε εκεί. Διασχίζοντας το δρόμο του Ζαππείου δεν θα ξεχάσω πώς μυρίζανε οι ανθισμένες ακακίες. Οι φίλοι του μας δέχτηκαν. Ήταν ένα αντρόγυνο. Εμένα μου στρώσανε χάμω, μπροστά σε έναν καθρέφτη ντουλάπας κι αυτουνού του άνοιξαν μια σεζλόνγκ να κοιμηθεί. Το βράδυ σηκώθηκε κι ήρθε πλάι μου. «Μη με λες όλο Τσάμπερλεν, με λένε Θανάση». Του έδωσα μια σπρωξιά και πήγε πίσω στη σεζλόνγκ. Θα ήτανε δεκαοχτώ κι εγώ δεκατέσσερα.
Μετά, όταν αναγκάστηκα να βγω στην παρανομία, πριν πάω στην Καισαριανή, με βάλανε στην επιμελητεία που σήμαινε να τρέχω να βρίσκω φαγητό και μέρος για να κοιμηθούμε το βράδυ. Γύριζα με τα ντενεκεδάκια από κονσέρβα τα σπίτια για λίγες φακές, φασόλια ή ό,τι μου έδιναν. Ο Θανάσης κι ένας άλλος παριστάνανε τους σκληρούς άντρες. Ο Θανάσης μου ‘λεγε πως βγάζω μύξα και κολλάω τα γυαλιά μου γιατί συχνά έκανα μια χαρακτηριστική κίνηση –περνούσα το δάχτυλό μου μπροστά από τη μύτη μου και μετά σήκωνα τα γυαλιά μου. Ζήτησα να φύγω από το Βύρωνα.
Με στείλανε στην Καισαριανή. Ήμουνα κοντά στο σπίτι. Θα μπορούσα να πηγαίνω κρυφά και με τη βοήθεια των μικρών αδερφών μου να κάνω και κανένα μπάνιο. Εκεί βρήκα τέσσερις επονίτες. Ο Τάσος, τώρα Παναγιώτης Αρώνης, ήταν ο καθοδηγητής μου. Δυο κορίτσια, εγώ κι ο Ορέστης, αυτοί όλοι κι όλοι ήμαστε η ΕΠΟΝ Καισαριανής το καλοκαίρι του 1944. Εγώ για την Κάτω Καισαριανή και η Καίτη για την Πάνω. Η Φωφώ επιμελητεία, να βρίσκει να μας ταΐζει και ίσως κάποιο σπίτι να κοιμηθούμε, αλλιώς τη βγάζαμε ανάμεσα στις παράγκες όπου υπήρχε ένας κοινός καμπινές και είχε και μια βρύση. Ο Ορέστης ήταν μάχιμος και δεξί χέρι του Αρώνη. Η δουλειά μας ήτανε να χτυπάμε πόρτες και να τους ειδοποιούμε για τα συλλαλητήρια και τις διαμαρτυρίες που ετοίμαζε η οργάνωση. Γράφαμε συνθήματα στους τοίχους και φωνάζαμε με το χωνί το βράδυ. Το μεσημέρι ερχότανε η Φωφώ με τα τενεκεδάκια. Καθόμαστε στα σκαλοπάτια των δημόσιων λουτρών (μετά εκεί θα χτιζόταν το χτίριο της Δημαρχίας) και τρώγαμε στη σκιά συζητώντας. Λέγαμε στον Τάσο τι κάναμε και αποφασίζαμε για το τι θα έπρεπε να πούμε με το χωνί το βράδυ. Είχαμε ψείρες και ψώρα και μένα με βασάνιζαν πολλές φορές δέκατα. Αλλά όταν είσαι δεκάξι χρονών δεν τα σκέφτεσαι.
Το κακό πολλές φορές ερχόταν ξαφνικά. Ένας καταιγισμός πυροβολισμών από τα Κουπώνια συνήθως –το δασάκι– μας έκανε να πεταχτούμε απάνω γρήγορα και να αναζητήσουμε κάποια κρυψώνα. Αυτό μπορεί να κρατούσε 2-3 ώρες, ερχόντουσαν ή γερμανοί ή γερμανοτσολιάδες. Όταν βγαίναμε βρίσκαμε φίλους ελασίτες κυριολεκτικά σφαγμένους χάμω, στη μέση του δρόμου.
Πλησιάζαμε όμως το τέλος του πολέμου. Ο κόσμος έπαιρνε θάρρος και άρχισε να βγαίνει στους δρόμους. Με την απελευθέρωση άλλαξαν όλα. Τότε τα μεγάλα συλλαλητήρια. Μετά τα γνωστά Δεκεμβριανά και ύστερα οι φυλακές και ο Τρόμος. Με συλλάβανε στο Παγκράτι.
Απελευθέρωση 1944 Οκτώβρης
Φυλακές Θεμιστοκλέους
Ένα πράγμα που θυμάμαι και με στεναχωρεί όταν το σκέφτομαι είναι το πρόσωπο του Ζαχαριάδη. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήρθε να μας δει, τις 200 γυναίκες στο 2ο και 3ο όροφο της οδού Θεμιστοκλέους. Αλλά θυμάμαι πως όταν έφυγε καθώς κατέβαινε τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, έσκυψα και τότε γύρισε το κεφάλι του και μου γέλασε. Τόσο ωραίο χαμόγελο, τόσο ωραία δόντια! ‘Όταν μετά είδα στις εφημερίδες μια μεγάλη φωτογραφία –είχε κρεμαστεί– μια θλίψη!
Το ίδιο κι όταν μετά πολλά χρόνια, στη μεταπολίτευση, συνάντησα τις συγκρατούμενες Ευτυχία Μουρίκη –Μάνα του ΕΛΑΣ τη φώναζαν– και την Άννα Παρλιάρου που ζήσαμε στο ίδιο δωμάτιο στον 3ο όροφο. Ένα χρόνο φτιάχναμε μαζί τις θεατρικές παραστάσεις της Κυριακής. Γράφαμε εφημερίδα, την Τσούχτρα, που φρόντιζε την ύλη της η φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής Μαίρη Σταύρου. Τι να ‘γινε; Η Άννα και η Ευτυχία με αφορμή μια γιορτή στο Σκοπευτήριο για τους 200 εκτελεσμένους ήρθαν και με παρακάλεσαν να συμμετέχω με εικονογράφηση στο βιβλίο «Τα τραγούδια της φυλακής» που ήθελαν να εκδώσουν. 17 χρόνια είχαν κάνει η κάθε μια. Η Ευτυχία κουφή από το ξύλο και η Άννα χωρίς δουλειά. Τότε ήταν που έκανα το έργο «Η Ευτυχία κλαίει κρατώντας την κόκκινη σημαία». Ήταν ένα απλό κορίτσι. Τώρα που τη σκέφτομαι ήταν κάτι σαν τη Ζαν ντ’ Αρκ, ίσως γι’ αυτό ο στρατός του ΕΛΑΣ της Καισαριανής τη φώναζε ΜΑΝΑ. Ήταν 16 με 17 χρονών μόνο. Δεν τις ξαναείδα όμως, ίσως δεν είχαν βρει χρήματα για το βιβλίο.
Τώρα φύγανε κι οι δύο και όπως συμβαίνει πάντα μείνανε δυσδιάστατες πάνω στα χαρτιά.
Η δεύτερη σύλληψή μου οφείλεται σ’ ένα ρολόι. Στην απελευθέρωση το τέλος του 1944 ο τρόπος που ζούσαμε άλλαξε. Γύρισα στο σπίτι του πατέρα μου. Χρειαζόμουν ένα ρολόι για τα οργανωτικά ραντεβού και τις συναντήσεις. Παίρνω ένα ρολόι τσέπης του πατέρα μου και το έχω στην τσέπη μου. Το βλέπει ένας συναγωνιστής και μου λέει: «Δως το μου και σου δίνω το δικό μου του χεριού», είπα: «το θέλω όμως πίσω το ρολόι μετά. Είναι του πατέρα μου». Το φορούσα, με βόλεψε. Σε μια συγκέντρωση έρχεται μια γυναίκα και πιάνοντάς μου το χέρι με ρωτάει: «Πού το βρήκες αυτό το ρολόι;» Ήταν του γιού της που τον είχαν σκοτώσει. Το κατάλαβα αμέσως. Πήγα και το έδωσα πίσω και πήρα το δικό μου. Η γυναίκα όμως πήγε και κατέθεσε μήνυση. Με συνέλαβαν στο Παγκράτι. Έμεινα δυο μήνες σε αστυνομικά τμήματα για ανακρίσεις. Τους είπα τι συνέβη. Από εκεί με έστειλαν στις φυλακές Θεμιστοκλέους. Ήμουνα 16χρονών. Έμεινα ένα χρόνο περιμένοντας τη δίκη. Μπορώ να πω πως πέρασα ωραία στη φυλακή και πως ήμουνα τυχερή. Ποτέ δεν έφαγα ξύλο, εκτός από εκείνο το χαστούκι του κυρίου Ρακιντζή.
Εκείνο τον καιρό όλες οι φυλακές ήταν γεμάτες. Πού θα πήγαιναν τόσες γυναίκες; Λύση βρήκανε το Μέγαρο Γαμβέτα στην αρχή της οδού Θεμιστοκλέους αριστερά. Στο ισόγειο μπαίνοντας δεξιά ήταν το επισκεπτήριο. Ένα μακρύ τραπέζι στη μέση. Από τη μια μεριά οι επισκέπτες, από την άλλη εμείς. Μια μαρμάρινη σκάλα. Στον πρώτο όροφο οι ποινικές και οι δωσίλογες. Στον δεύτερο και τρίτο οι πολιτικές κρατούμενες.
Μ’ ανέβαζαν τη σκάλα. Περνώντας από τον πρώτο όροφο τρέχει μια γυναίκα μ’ ένα μωρό και πέφτει στην αγκαλιά μου. Ήταν η κλεφτρίτσα που κάναμε μαζί στην Ασφάλεια το Μάρτη του 1944 και το μωρό ήταν το δεύτερο παιδί της. Μου είπε πως παντρεύτηκε και έχει δυο παιδιά. «Αλλά πάλι μπελάδες!» Ξαναγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε.
Με πήγανε στον 3ο όροφο. Αυτή η πολυκατοικία ήταν για γραφεία σίγουρα. Ένας καμπινές σε κάθε πάτωμα και μικρά δωματιάκια σε ένα διάδρομο που κατέληγε σε μια μεγάλη αίθουσα. Θα ήμαστε οι κρατούμενες πάνω από διακόσιες. Κοιμόμαστε χάμω, η μια πλάι στην άλλη, και το πρωί μαζεύαμε τις κουβέρτες και τις κάναμε κάθισμα. Στη μεγάλη αίθουσα κάναμε μαθήματα, διαλέξεις, παίζαμε θέατρο. Το φαγητό μάς το μοίραζαν καλόγριες στα δωμάτιά μας. Δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Στο δωμάτιο που με βάλανε ταιριάξαμε γιατί μας άρεσαν τα ίδια βιβλία. Ετοιμάζαμε την εβδομαδιαία εφημερίδα (Τσούχτρα) και αποφασίζαμε τι έργο θα ανεβάζαμε την Κυριακή.
Έκλεινα τα δεκαεπτά και έμπαινα στα δεκαοκτώ όταν το βούλευμα Σοφούλη μου έδωσε την ελευθερία μου μόλις μπήκε το 1946. Ποια ελευθερία δηλαδή που να μην ξέρω πού να πάω. Δεν θέλω να επεκταθώ αλλά νομίζω πως ήμουνα πολύ τρομαγμένη από τον έξω κόσμο. Η μόνη μου ελπίδα ήταν από τη μια ο πατέρας μου κι από την άλλη ο Βασίλης Ρώτας που είχε στείλει τον μαθητή τότε της σχολής Γιάννη Κυριακάκο να μου πει: «Μόλις βγεις να ‘ρθεις αμέσως στη σχολή να σπουδάσεις χωρίς να πληρώνεις». Το μόνο που έπρεπε όμως ήταν να πάρω οπωσδήποτε απολυτήριο Γυμνασίου. Έδωσα εξετάσεις όλες τις πέντε τάξεις από τη δευτέρα οκταταξίου ως την έκτη. Ας είναι καλά ο πλαϊνός μου που μου έδινε την κόλλα του και την αντέγραφα. Παίρνοντας ένα χαρτί πήγα και γράφτηκα στην έβδομη τάξη στο νυχτερινό γυμνάσιο της οδού Μενάνδρου στην Ομόνοια. Γύρισα στον πατέρα μου και στις μικρές αδερφές μου. Ωράριο εργασίας; Το πρωί νοικοκυριό, τρεις με έξι θεατρικό εργαστήρι και μετά στο νυχτερινό. Πολλές φορές γύριζα με τα πόδια στη Φορμίωνος.
Το 2008 ο δήμος Καισαριανής απένειμε ένα μετάλλιο «Ηρωικών πράξεων» σε έξι γυναίκες που είχανε αγωνιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Καισαριανή: στην Ασπασία Παπαθανασίου, την Άννα Σολωμού-Τεριακή, την Ευτυχία Μουρίκη, την …, την … και σε μένα. Στην πρώτη σειρά ο Δήμαρχος και μία υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστος κόσμος. Η Καισαριανή έχει αλλάξει. Πλήθος πολυκατοικίες, οι παλιοί καισαριανιώτες οι περισσότεροι πεθαμένοι. Εγώ όταν μου απένειμαν το μετάλλιο και έπρεπε να πω δυο λόγια είπα: «Μη νομίζετε πως θα μιλήσω για ήρωες. Παιδιά ήμαστε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες και ψώρα και κοιμόμαστε στους δρόμους της Καισαριανής, πράγμα που τουλάχιστον οι δρόμοι με τις παράγκες το ξέρανε καλύτερα απ’ όλους μας. Άλλωστε αυτό ήτανε η ηρωική Καισαριανή και το χωνί της».