Σπουδή και επάγγελμα

Στο θεατρικό εργαστήρι του Βασίλη Ρώτα όλοι οι μαθητές που τελειώσαμε τα 4 χρόνια της σπουδής μας δεν πληρώσαμε ούτε μια δραχμή για δίδακτρα. Όλοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ιστορικοί τέχνης όπως ο Γιάννης Σιδέρης προσέφεραν δωρεάν την εργασία τους για χάρη του Βασίλη Ρώτα. Βέβαια δίδασκαν όσο μπορούσαν μια και είχε προτεραιότητα η προσωπική τους εργασία. Αυτός ήταν κι ο λόγος που αλλάζαμε συχνά καθηγητές. Σχεδόν για όλο το διάστημα της σπουδής μας μας δίδαξε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου αυτοσχεδιασμό και υποκριτική. Άλλοι ήταν για ένα διάστημα ο Πέλος Κατσέλης, η Αλέκα Κατσέλη, ο Μάνος Κατράκης και ο Απάρτης για λίγο όπως και ο Σωκράτης Καραντινός που μας χρησιμοποίησε μια φορά σε μια παράσταση στον Παρνασσό σαν χορό στην τραγωδία του Σικελιανού Ο Χριστός στη Ρώμη.

Θέατρα όπως οι «Ενωμένοι Καλλιτέχνες» στο Βρετάνια και ο Κουν τότε στο θέατρο Μουσούρη μας πρόσφεραν στέγη στα θέατρά τους όταν δεν είχαν πρόβες ή παράσταση. Τώρα που το συλλογίζομαι, η μαθητεία μας  δεν ήταν όπως τώρα στις διάφορες επαγγελματικές σχολές. Αν σκεφτεί κανένας πως εγώ που έπρεπε να παίξω το ρόλο της Βασίλισσας Ελισσάβετ στο έργο του Σίλερ Μαρία Στιούαρτ, φορούσα ένα παλτό που μου είχαν ράψει στις φυλακές Θεμιστοκλέους από μια γκρίζα κουβέρτα. Θυμάμαι πως μάλλον τεντωνόμουν σαν να ‘χα λόρδωση για να μιμηθώ τη βασίλισσα. Τόσα ήξερα, τόσα έκανα. Ειδικά, ίσως όμως το θέατρο μαθαίνεται σιγά σιγά στη σκηνή που ή σε δέχεται ή σε πετάει. Οι δάσκαλοι πάντως έκαναν ό,τι μπορούσαν.

Ήμαστε στο δεύτερο έτος. Μια μέρα έρχεται ο καθηγητής μας Πέλος Κατσέλης και μας λέει: «Ο Θυμελικός Θίασος του Λίνου Καρζή ανεβάζει τις Φοίνισσες του Ευριπίδη και ζητάει κοπέλες για το χορό». Ήταν άνοιξη του 1948. «Μπορείτε να πάτε να ρωτήσετε και θα πάρετε και χρήματα». Μας είπαν: «Θα σας δοκιμάσουμε σε μερικές πρόβες και μετά θα υπογράψετε συμβόλαιο». Μόνο εγώ άντεξα την ταλαιπωρία. Εκείνο τον καιρό λιποθυμούσε κανείς από την πείνα. Έχω ακόμα το συμβόλαιο που υπέγραψα. Σίγουρα όποιος το διαβάσει και μετά γνωρίσει τα επακόλουθα της παράστασης θα γελάσει.

Αφού για δύο μήνες κάναμε τετράωρες πρόβες στην αίθουσα του Παρνασσού, έφτασε η μέρα της παράστασης. Το θέατρο που θα παίζαμε ήταν ένα μισοτελειωμένο αμφιθεατρικό απομεινάρι κοντά στην Ακρόπολη.. Νομίζω «Κοίλον» το ονομάζανε. Λέγανε πως ο Μεταξάς κάτι έκανε για να το αναστηλώσει αλλά οι εργασίες σταμάτησαν. Μόνο μερικές σειρές και οι διάδρομοι με τα σκαλοπάτια ήταν τελειωμένα. Από κει και πάνω βράχοι και πέτρες. Αλλά εκείνες τις μέρες είχε τόσο επιθυμήσει ο κόσμος να δει μια παράσταση που πουλήθηκαν όλα τα εισιτήρια. Όταν έμπαινες μπορούσες να δανειστείς ένα μικρό μαξιλαράκι που σε παρακαλούσαν να το επιστρέψεις. Όσοι ήρθαν νωρίς κατάφεραν να βρουν μια θέση, οι άλλοι προσπάθησαν να βολευτούν όπως όπως. Η έναρξη όμως άργησε. Βγαίνει μέσα σε φωνές και διαμαρτυρίες ο Λίνος Καρζής κι αρχίζει να διαβάζει ένα ατελείωτο κείμενο, ώσπου κάποια στιγμή του έρχεται στο κεφάλι ένα μαξιλαράκι με πέτρα. Τον παίρνουνε τα αίματα. Μπαίνει στα παρασκήνια και φωνάζει σε μας, το γυναικείο χορό. «Αρχίστε». Μπαίνουμε εμείς, βαμμένες μαύρες, χορεύοντας και τραγουδώντας. «Το γιαλό της Τύρου άφησα κι έφυγα». Σιγά-σιγά ησυχάσανε οι φωνές και αρχίζει να φωτίζεται η υπερυψωμένη σκηνή. Μπαίνει ο Πολυνίκης και η Ιοκάστη. Τους παίζουν ο Θεόδωρος Μορίδης και η Έλλη Ξανθάκη.

Σε μια στιγμή, πάνω σε ψηλούς κοθόρνους και με μεγάλη μάσκα περασμένη στο κεφάλι, γλυστράει η μάσκα της Ξανθάκη και πάει το άνοιγμα πίσω. Πνιγόταν. Λέγοντας τα λόγια της κάνει προσπάθειες να τη γυρίσει μπροστά. Γέλια το κοινό. Η κακή αρχή άλλαξε τα πράγματα. Ο κόσμος άρχισε να μη συμμετέχει. Το δράμα είχε μεταφερθεί από τις Φοίνισσες στο βασανιστήριο να κάθεσαι κακοβολεμένος. Τέλος πάντων φτάσαμε ως το τέλος. Εμείς, ο χορός, έπρεπε αναχωρώντας να τραγουδάμε χορεύοντας. Τότε μας σκέπασαν μπορώ να πω και διακόσια μαξιλαράκια… Ο κόσμος στριμωχνόταν να φύγει. Φαίνεται πως οι μηχανικοί και ο ηλεκτρολόγος που δεν θα είχανε πληρωθεί θυμώσανε, κλείσανε τα φώτα και άντε βρες τους. Κουτρουβάλαγε ο κόσμος βγαίνοντας. Εγώ δεν βρήκα τρόπο να ξεβαφτώ. Έφτασα από την Ακρόπολη στη Φορμίωνος με τα πόδια κλαίγοντας. Όταν είδα στον καθρέφτη είχα δυο ρυάκια άσπρα από τα δάκρυα.

Λεφτά δεν πήραμε δεκάρα κι ούτε λόγος, όπως όριζε το συμβόλαιο, δεύτερη και τρίτη παράσταση και μετά στο εξωτερικό. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία από το επάγγελμα που είχα διαλέξει με πολλή αγάπη.

Εκείνες οι χρονιές είχαν μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα. Μεγάλες αντιθέσεις. Είναι η μεταπολεμική περίοδος. Μιλάω για το 1946 που άρχισε η σπουδή μας μέχρι το 1950 που πήραμε το δίπλωμά μας και την άδεια εργασίας. Εγώ έπρεπε να υπογράψω δήλωση μετανοίας για να μου δώσουν άδεια να δουλέψω. Αλλά συγχρόνως το σωματείο ηθοποιών μπορούσε να μου δώσει δάνειο για τη δημιουργία θιάσου.

Μέρες άγριες και πείνα. Εμφύλιος, διαδηλώσεις. Ο Βασίλης Ρώτας ήταν γνωστός για τις πεποιθήσεις του. Θυμάμαι από την τότε μαθητεία μας δύο επεισόδια. Ένα ήταν σχετικό με τον τρόπο που γινόταν η διδασκαλία. Ο δάσκαλός μας Μάνος Κατράκης μόλις είχε προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο. Με τα πρώτα του χρήματα αγόρασε ένα ωραίο καμιλό παλτό που τον έκανε δυο φορές πιο κούκλο απ’ ότι ήταν. Η Αντιγόνη Βαλάκου τον είχε ερωτευτεί. Δίδασκε εκείνες τις μέρες στον Βύρωνα Πάλλη το ρόλο ενός από τους εξάγγελους κάποιας αρχαίας τραγωδίας. Ήταν όρθιος και φώναζε σχεδόν γκαρίζοντας. Πηδάει στη σκηνή ο Μάνος Κατράκης και του κάνει νόημα να σταματήσει να του δείξει. Γονατίζει σαν κουρασμένος στο ένα πόδι με τ’ άλλο πίσω κι άρχισε το μονόλογο. Τότε εμείς, από την πλατεία είδαμε μια τρύπα τόοση κάτω απ’ το παπούτσι του. Αλλά το παλτό, παλτό!

Έχω τόσες ιστορίες να θυμηθώ με τον Κατράκη και τον έρωτα της Αντιγόνης. Πηγαίναμε τότε μαζί στο νυχτερινό γυμνάσιο στην Ομόνοια για να τελειώσουμε την 8η γυμνασίου. Αυτά όμως μια άλλη φορά. Η Αντιγόνη Βαλάκου έφυγε το 2013, τη θεωρούσα πάντα αδερφή μου. Σπουδαία ηθοποιός. Από την πρώτη της εμφάνιση με το θίασο του «Ρεαλιστικού Θεάτρου» του Αιμίλιου Βεάκη στο έργο  Νυφιάτικο τραγούδι του Περγιάλη φάνηκε το ταλέντο της. Μα θα θυμηθώ κι αυτή την ιστορία τώρα που ανέφερα τον Βεάκη, τον μεγάλο ηθοποιό. Εκείνο τον καιρό δεν τον προσλάβανε στο Εθνικό και ήταν στεναχωρημένος. Εμείς ετοιμαζόμαστε για τις διπλωματικές. Ο Βασίλης Ρώτας τον καλεί σε μια πρόβα μας. Παίξαμε τους ρόλους μας και κατεβήκαμε στην πλατεία. Το θυμάμαι σαν και τώρα. Μας είχαν παραχωρήσει τη σκηνή του Ελληνικού Ωδείου σ’ αυτό το ωραίο κτίριο που τώρα το έχουν εγκαταλείψει στην τύχη του. Καθίσαμε έναν κύκλο γύρω από τον Ρώτα και τον Βεάκη και περιμέναμε τις κρίσεις τους. Έμεινε για κάμποση ώρα σιωπηλός, μετά κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του είπε: «Δεν πάτε να πουλήσετε λεϊμόνια!» Αυτό το λεϊμόνια δεν θα το ξεχάσω. Γελάω τώρα ξέροντας τι δίκιο είχε. Η δουλειά του επαγγελματία ηθοποιού είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα κι αυτός ο μεγάλος ερμηνευτής λυπήθηκε για μας καθώς μπαίναμε στον αγώνα με τόση άγνοια και αθωότητα. Ο Βασίλης Ρώτας όμως θύμωσε πολύ μαζί του. «Τι είναι αυτά που λες στα παιδιά!» του είπε. Ο Βασίλης Ρώτας δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος καλλιτέχνης αλλά κι ένας σπουδαίος άνθρωπος. ‘Όταν μια φορά πήγα να τον επισκεφτώ στη Νέα Μάκρη που ζούσε –πολύ μεγάλος πια- με την αγαπημένη του Δαμιανάκου, συγγραφέα και ποιήτρια, μου είπε με παράπονο: «Με ξεχάσατε» και μετά πολύ συγκινημένος «Η γυναίκα μου δεν μου δίνει διαζύγιο να την παντρευτώ» και βούρκωσε. Ήταν ερωτευμένος! Καταπληκτικό.

Μόλις πήραμε το δίπλωμά μας το 1950, αμέσως με δύο σκηνοθέτες. Το Γιώργο Γιαννίση και τον Κώστα Κοτζιά, κάναμε θίασο με το όνομα «Ρεαλιστικό θέατρο». Πήραμε δάνειο οι ηθοποιοί από το Σωματείο Ηθοποιών και ζητήσαμε από τον Βεάκη να πρωταγωνιστήσει στο Χρυσάφι του Ο’νήλ και μετά στο Νυφιάτικο Τραγούδι του Νότη Περγιάλη όπου θριάμβευσε η Αντιγόνη Βαλάκου. Δεν φτάσαμε στο τέλος της σεζόν. Ο θίασος διαλύθηκε, πουλήθηκαν τα σκηνικά σαν ξυλεία κι εμείς μείναμε άνεργοι μέχρι που ο καθένας βρήκε να δουλέψει σε κάποιο άλλο θίασο ή να φύγει τουρνέ.

Ο θίασος Λεμού όπου προσλήφθηκα για τη χειμερινή σεζόν διαλύθηκε κι αυτός. Στη Ναύπακτο μάλιστα δε δουλέψαμε καθόλου. Θυμάμαι πως με τον Μπάμπη Κατσούλη, τον κωμικό μας, μαζέψαμε αγριόχορτα από το κάστρο για να φάμε. Γύρισα στην Αθήνα. Ευτυχώς έπιασα δουλειά στο θίασο Αργυρόπουλου. Η Αντιγόνη πήγε τουρνέ με την Αρώνη. Κι ύστερα, το καλοκαίρι στο θέατρο Σαμαρτζή με το Ουδέν Αξιοσημείωτο του Σακελλαρίου Γιαννακόπουλου που είχε μεγάλη επιτυχία. Και ξανά τουρνέ με Φωτόπουλο, Βίλμα Κύρου όλο το χειμώνα σε όλη την Ελλάδα. Η τελευταία μου δουλειά ήταν με την Κατερίνα Ανδρεάδη στην Αθήνα. Και τότε ήταν που ο κύριος Στρατουδάκης διαμαρτυρήθηκε και μου είπε εκείνο το «Δεν θα γίνεις ποτέ καλή ηθοποιός!» Το απαρνήθηκα από ανασφάλεια αυτό το πολύ ωραίο επάγγελμα –αλλά και συχνά πολύ σκληρό.

Στο καλοκαιρινό θέατρο Σαμαρτζή στην Πλατεία Βάθης παίξαμε όλη τη σεζόν (πότε;) με μεγάλη επιτυχία το Ουδέν Αξιοσημείωτο με μεγάλο θίασο, Μίμης Φωτόπουλος, Βίλμα Κύρου, Νίκος Τζόγιας, Δάφνη Σκούρα, Σμαρούλα Γιούλη και πολλοί άλλοι ηθοποιοί.

Έκανε πολύ ζεστές μέρες. Στην πίσω μεριά του θεάτρου ήταν ένα μικρό στενό δρομάκι. Είχαν βγάλει ένα πάγκο παλιό να καθόμαστε όταν δεν είμαστε στη σκηνή, για δροσιά. Βγήκα κι εγώ. Ήρθε μια ηλικιωμένη αδύνατη κοντή γυναίκα και κάθισε πλάι μου. Ο πάγκος ήταν στ’ αλήθεια το κακό του χάλι. Την ακούω να λέει: «Μωρέ, πόνεσε ο κώλος μου». Σκέφτηκα: «Τι λέει; Τέτοιες λέξεις». Εκεί απάνω βγήκε ο Νίκος Τζόγιας: «Α!» κάνει «κυρία Κοτοπούλη! Εδώ;» Έμεινα στήλη άλατος.

Το καλοκαίρι του 1954 έκλεισα να παίξω με την Κατερίνα Ανδρεάδη. Με το τέλος της σεζόν μου πρότεινε να πάω μαζί της τουρνέ στην Κωνσταντινούπολη. Ο κύριος Στρατουδάκης αντιδρά και μου λέει πως ποτέ δεν θα γίνω σπουδαία ηθοποιός. Από ανασφάλεια μένω άνεργη.

Παντρεύομαι το 1959 και ξαφνικά θυμάμαι πως στις φυλακές Θεμιστοκλέους η φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής Μαίρη Σταύρου όπως και ο Απάρτης στη σχολή του Ρώτα μου είχαν πει: «Εσύ σχεδιάζεις ωραία, να πας στο Πολυτεχνείο. Αγοράζω ένα μπλοκ, ένα μολύβι, μια γόμα και μια ξύστρα. Έχω πολλές ώρες στη διάθεσή μου. Φεύγω από το ιατρείο και γυρίζω το βράδυ. Σχεδιάζω με ωράριο. Στην αρχή στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ζωγραφική αγγείων, τα πρώτα σχέδια. Τα μεσημέρια που παίζουν τα παιδιά στο Σκοπευτήριο. Πελάτες του ιατρείου είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Μόραλης. Δείχνω τα σχέδιά μου στον Γιάννη Ρίτσο και με στέλνει στον Γιάννη Τσαρούχη.