Τρόμος Δικτατορία

21 Απριλίου 1967

Ξεκινάω από το γιατρείο, Σόλωνος 103, για το Λαϊκό Νοσοκομείο. Αυτές τις μέρες, δεν ξέρω γιατί, ξυπνάω από τις 5.00-5.30 το πρωί.

Ο Φαίδων λέει: «Για να μπορέσεις να ξανακοιμηθείς να σηκωθείς και να πας μια βόλτα στην τουαλέτα. Να καθίσεις για λίγο στην κουζίνα, να κρυώσεις και να ξαναγυρίσεις στο κρεβάτι και να πέσεις ξανά. Είναι σίγουρο πως θα σε πάρει ο ύπνος, δηλαδή έχεις πολλές πιθανότητες».

Μόνο, λέω, πως άρχισαν οι ζέστες και μπορεί να ξεροσταλιάσεις στη λεκάνη χωρίς να αισθανθείς καθόλου κρύο, μόνο μια ευχάριστη δροσιά. Παρόλα αυτά τα κατάφερα κάνα δυο φορές να κοιμηθώ

7.30 ξεκινάω. Από τη Σόλωνος ως την Ακαδημία. Τ’ αυτοκίνητα του ΟΤΕ στο αριστερό πεζοδρόμιο. Είναι μαζεμένοι οι υπάλληλοι. Δεξιά το βιβλιοδετείο. Το καινούργιο μαγαζί του Πριόβολου. Μετά, το μαγαζί με τα πιάνα. Απέναντι βγαίνει στην πόρτα του ξυλουργείου ο χοντρός ηλικιωμένος κύριος. Φοράει γυαλιά. Το σπίτι αριστερά στη γωνία το ‘χουν γκρεμίσει ολόκληρο. Κατέβασαν όμως το μεγάλο μάρμαρο του μπαλκονιού χωρίς να τους σπάσει. Μέσα τα δωμάτια του ισογείου έχουν γεμίσει πέτρες και χώματα. Κι ένα περβάζι παραθύρου σαν καθρέφτης τοποθετημένο στο πάτωμα.

Το περίπτερο. Το περιοδικό «Θέατρο» με τη ζωγραφιά του Λόρκα. Το εξαφανίσανε από τν προθήκη –μπορεί όμως να πουλήθηκε. Υποδήματα MARINI. Το βιβλιοπωλείο στη γωνία της στοάς. Εισαγωγή στη βυζαντινή ζωγραφική του έφορου αρχαιοτήτων Κύπρου. Το περιοδικό με την ξυλογραφία του Τάσσου, όρθιο στην άκρη αριστερά. Λυρική ποίηση, 4ος τόμος.

Γωνία Ασκληπιού το γραφείο κηδειών σχεδόν δεν το προσέχεις. Έχει άλλη όψη το πρωί. Φωτίζεται απέξω προς τα μέσα και αλλάζει το βράδυ όταν φωτίζεται από μέσα προς τα έξω. Είναι και κλειστό τέτοια ώρα. Ο τοίχος του νοσοκομείου αριστερά –ακόμα δεν ήρθε ο ανθοπώλης και τα λουλούδια τ’ άφησε το αυτοκίνητο κι έφυγε. Η μεγάλη [σκιά της] συκιά της αυλής άρχισε να φουντώνει, πράσινο γλυκοπράσινο.

Φρέσκο. Ο κουλουρτζής αυτός ή ο άλλος ή το μικρό τρίκυκλο με τα κουλούρια κύκλοι κίτρινοι δεμένοι κυκλικά με σπάγκους. Τόσα πολλά;

Ρήγα Φεραίου και Ασκληπιού. Μια ανησυχία ανεξήγητη. Ίσως γιατί εδώ κυκλοφορεί πολύς κόσμος κι όλοι τρέχουν. Λεωφορεία στη γραμμή. Κόσμος. Άγνωστοι μεταξύ τους παρόλο που συνσντάς εκεί τους ίδιους  την ίδια ώρα κάθε μέρα. Το λεωφορείο 95 Γουδί. Κάθομαι κοντά στο παράθυρο και βλέπω προς την πλατεία Κάνιγγος.

Ανεβαίνουν τανκς. Γιατί τανκς; Ο οδηγός ξεκινάει. Δεν έχει καταλάβει και παίρνει την ίδια διαδρομή. Καμιά ανησυχία ακόμα. Χίλτον, ΟΤΕ, Τρίτη στάση Λαϊκό.

Τους βρίσκω ανάστατους. Δικτατορία.

Γυρνώντας στο γιατρείο τηλεφωνώ στη φίλη μου Άννα Σολωμού-Τεριακή. Η μητέρα της μου λέει: «Συνέλαβαν την Άννα τα ξημερώματα. Πήρε μαζί της τον πεντάχρονο Μάκη. Δεν μπορούσε να τον αφήσει. Σε παρακαλώ έλα σπίτι». Πήγα. Ο Νίκος! Τον είχανε κρύψει σ’ ένα πατάρι. Οι γείτονες βεβαίωσαν πως τον είδαν να φεύγει. Απ’ τις ταράτσες των πλαϊνών σπιτιών. «Τι θα γίνει; Δεν μπορεί να μείνει εδώ». Τους άφησα το κλειδί του εργαστηρίου μου που κρατούσα στον τρίτο όροφο του σπιτιού του πατέρα μου, ένα δρόμο πιο κάτω. Το βράδυ τον πήγε η κουνιάδα του.

Εγώ μετά τη δουλειά στο νοσοκομείο πήγαινα κατευθείαν στο εργαστήριο. Είχα πάντα μαζί μου ένα σεφερτάσι με το φαγητό μου. Γύριζα στις 9 στο γιατρείο. Κανένας δεν το έμαθε, ούτε ο άντρας μου, εκτός από την αδερφή μου τη Μάρθα και το φίλο της Άκη Καβαλιεράτο, το μουσικό. Ήταν ο μόνος που του έκανε μερικές φορές παρέα τους έξι μήνες που έμεινε ο Νίκος έγκλειστος (κρυμμένος). Μια φορά φοβηθήκαμε γιατί ήρθε ένας αστυνομικός και ζήτησε πληροφορίες για το άδειο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου όπου παλιά έμενε ένας ταγματασφαλίτης. Τηλεφώνησα στην Αντιγόνη που τον κράτησε μια βδομάδα και πάλι γύρισε στο εργαστήριο να περιμένουμε πώς η μητέρα του και οι δύο αδερφές του θα φρόντιζαν για τη φυγάδευσή του. Στις αρχές του Οκτώβρη τελικά, ύστερα από δύο αναβολές, αποφασίστηκε.

Ο Νίκος Σολωμός είχε αφήσει μουστάκι αλλά μου είπε πως καλό θα ήταν να κρύψει και τη φαλάκρα του μ’ ένα καπέλο. Κατέληξε καλύτερα σε μια ρεπούμπλικα. Μου είπε ένα μαγαζί στην οδό Σταδίου. Πήγα με 1000 δρχ. –ο μισός μισθός μου. Ήταν ένα μαγαζάκι κι ένας κύριος μου ζήτησε τα μέτρα. Είχα ένα σπάγκο με την περίμετρο του κεφαλιού του και είπα κάποια δικαιολογία, …ο αδερφός μου… και κάτι τέτοια. Μπήκε σ’ ένα μικρό δωματιάκι κι από κει μου έκανε νόημα να πλησιάσω γιατί ήθελε κάτι να με ρωτήσει. Πήγα. Κρατούσε το σπάγκο. «Με συγχωρείτε», είπε, «μήπως είναι για τον κύριο Μητσοτάκη;»

Εκ των υστέρων βέβαια μπορείς να γελάς με όλα αυτά, αλλά τότε ήταν τρόμος πραγματικός και καθημερινός.

Κρυμμένοι κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα και πολύ βροχή, μ’ ένα ταξί φτάσαμε στις οκτώ το βράδυ στη στροφή στον ιππόδρομο. Ήρθε ένα μαύρο αυτοκίνητο λίγο αργοπορημένο. Βγήκε κάποιος που τον ξέραμε, συγγενής του. Τον κοιτάει και του λέει: «Τι καπελώθηκες; Και με το μουστάκι είσαι σαν μπάτσος». Του αρπάζει το καπέλο και το πετάει πέρα μες τα νερά και το συρματόπλεγμα (πάει το χιλιάρικο!). Χαιρετηθήκαμε και φύγανε. Γύρισα στο σπίτι. Βρήκα το Φαίδωνα κουρασμένο να βλέπει τηλεόραση. Πήγα στην κουζίνα. Δεν είχα όρεξη για φαγητό.

Ύστερα από μια βδομάδα πήρα στο εργαστήριό μου μια κάρτα από τη Βενετία. «Όλα καλά. Χαιρετισμούς σ’ όλους. Αλμπερτίν».

Του είχα πάρει, για να εξασκεί τα γαλλικά του το βιβλίου του Προυστ Από τη μεριά του Σουάν. Ήταν η ηρωίδα του βιβλίου.

‘Υστερα από κάμποσο καιρό έκανα αυτή τη σειρά των χαρακτικών χωρίς να ξέρω πολλά από τις τεχνικές της χαρακτικής. Την ονόμασα «Τρόμος».

Ο Νίκος Σολωμός ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Αυτός είχε οργανώσει την πρώτη πορεία Ειρήνης από τον Μαραθώνα. Ήταν αρχιτέκτονας.