Κλινική Κασταλία

Σάββατο 14.4.1984

Τ’ απόγευμα στη μαμά. Η ώρα φαγητού. Οι άρρωστες σκυμμένες πάνω στα πιάτα. Τα δάχτυλα, το στόμα που ανοίγει και κλείνει. Μάσκες. Αυτή η τόσο παλιά ιεροτελεστία, σιωπηλά. Τα τετράγωνα τραπέζια, οι κακοτηγανισμένες πατάτες, ίνες από τα κουκιά με κόκκινη σάλτσα, το γιαούρτι, το ρυζόγαλο. Κι όλα τα σκυμμένα κεφάλια.

Οι θόρυβοι διαφέρουν απ’ το ρεστοράν. Τα πιρούνια δεν χτυπάνε στα πιάτα. Μόλις ακουμπάνε και ξαναγυρνάνε. Μαχαίρια απαγορεύονται. Το ψωμί δεν το αγγίζει κανείς. Κι όλες φοράνε νυχτικά και ρόμπες. Είναι ξεχτένιστες και γριές. Η μαμά είπε: «Τόσο νωρίς φαΐ;». Ήταν η ώρα εφτά παρά τέταρτο.

Στο δωμάτιο είχα καθίσει και πήρα τη μαμά κοντά. Την έβαλα σ’ ένα σκαμνί κι άρχισα να την τρίβω στην πλάτη, από το λαιμό και κάτω. Η χοντρή κυρία με τη μπεζ ρόμπα από το αριστερό κρεβάτι καθόταν, όπως πάντα, λοξά με τα πόδια τεντωμένα ή μαζεμένα ή το ένα μαζεμένο και τα’ άλλο τεντωμένο.

Ανεβοκατέβαζα τα δάχτυλά μου γύρω απ’ το λαιμό και τη σπονδυλική στήλη ως κάτω στη μέση όταν τους ζήτησα να μου πουν μια ιστορία. Μια ερωτική ιστορία. Η χοντρή κυρία κούνησε το κεφάλι της, «εγώ να σου πω. Στο χωριό μου έξω απ’ το Λεωνίδιο η μάνα μου μ’ έστειλε να φέρω ξύλα, να πάω και στα ζώα. Γύριζα φορτωμένη με κλαδιά για τις κατσίκες. Το καλοκαίρι μου δίνανε μια πετονιά να πιάσω ψάρια για σούπα. Έτσι πέρασε η ζωή μου. «Και η ερωτική ιστορία;» επέμεινα εγώ. «Στο χωριό είμαστε 80 άνθρωποι. Όλοι συγγενείς. Έπρεπε να βρεις ξένο. Μετά πήρα τον άντρα μου. Ήτανε στην Αμερική. Έτσι δούλεψα. Υπηρετούσα 200 πελάτες. Με λέγανε sweet girl. Ύστερα ήρθαμε εδώ. Ο άντρας μου αρρώστησε. Έμεινε δύο χρόνια κατάκοιτος. Πέθανε». «Λοιπόν δεν έχει ερωτική ιστορία», είπα εγώ. «Εσύ λοιπόν;» ρώτησα την άλλη από το δεξί κρεβάτι. Ξύνισε τα μούτρα της. «Τι ερωτική ιστορία! Εγώ είχα την ορφάνια μου. Ήμαστε πέντε παιδιά, χωρίς μάνα και πατέρα. Δουλειά. Μετά παντρεύτηκα. Μου είπε ένας αστυφύλακας, συνάδερφος του άντρα μου… Εγώ λέω “είμαι παντρεμένη, δεν είμαι αυτή που νομίζεις”».

Η μαμά δεν έλεγε τίποτα. Ούτε κι εγώ τη ρώτησα για τους έρωτές της. Ξέραμε κι αυτή κι εγώ.

«Λοιπόν δεν έχουμε έρωτες, ούτε ερωτικές ιστορίες», ξαναείπα εγώ.

Η χοντρή από τ’ αριστερό κρεβάτι πήγε και ξάπλωσε. Η άλλη απ’ το δεξί κούναγε το κεφάλι της κι άπλωσε τα πόδια της. «Όλα αυτά φέρνουνε πίκρες και βάσανα», είπε αυτή από δεξιά. «Δεν πειράζει», είπα εγώ, «αξίζει μόνο η στιγμή που κρατάνε». «Επέστρεφε συχνά και  π…. θυμήσες» είπε  η μαμά. «Έτσι κρατάνε για όλη τη ζωή μας».

Έχω φάει κατραπακιές απ’ τον πατέρα μου. Ήτανε της σχολής «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο». Η αιτία που ήθελε να πάει στ’ αδέρφια του στην Αμερική ήτανε εκείνη η φορά που βοηθώντας τον πατέρα του στ’ αμπέλι χάλασε από λάθος ένα βλαστάρι. Αν δεν είχε προλάβει να κάνει πέρα θα του είχε ανοίξει το κεφάλι με το τσαπί. Στο δάσκαλο όταν τον πήγε του είπε: «Δάσκαλε μη φοβάσαι, σκότωσέ τον αν δεν μαθαίνει». Ίσα που τέλειωσε τη Δευτέρα δημοτικού. Έφυγε για την Πάτρα στον μεγάλο του αδερφό κι από κει μ’ ένα σαπιοκάραβο, είκοσι εφτά μέρες κατάστρωμα, κι ένα συμπατριώτη έφτασε στο νησί που γινόταν ο έλεγχος για να επιτραπεί η είσοδος στην Αμερική. Καλέσανε τα δυο του αδέρφια. Αυτοί υπέγραψαν ένα χαρτί πως θα τον στείλουνε σχολείο, αλλά αντί για γράμματα έμαθε να καθαρίζει πατάτες για τα «Βιφστέκια».

Δεκάξι χρονών παράτησε τους αδερφούς του και πήγε γκαρσόνι αλλού και με τις οικονομίες του άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Εντικατ…

Οι ιστορίες που μας διηγόταν για τους γκάνγκστερς ήταν ατελείωτες. Το 1920 –δεν είμαι σίγουρη πότε ακριβώς– πήγε να βγάλει εισιτήριο για την Αλάσκα. Εκεί, κατά τις τότε φήμες, βρίσκανε χρυσό στο δρόμο, που λέει ο λόγος. Θα άνοιγε ρεστοράν και θα ζητούσε χρυσό αντί για χρήμα. Ρωτάει τον ταμία: «Πόσο για την Αλάσκα;» Του λέει αυτός: «1000 δολάρια». Κοντοστάθηκε και τότε ξαναρωτάει: «Για την Ελλάδα;» «500 δολάρια». «Ε, δώσε ένα για την Ελλάδα».

Τα πούλησε όλα, πήρε μια μαλκαμπίνα, κουστούμια κι ένα καπέλο (chapeau Melori). «Ο Αμερικάνος», είπανε οι Αθηναίοι συμπατριώτες του, «καλό παιδί και με λεφτά». Του κάνανε συνοικέσιο με τη δεκαοχτάχρονη Τασία Καλογρίδου, κόρη γιατρού αφροδισιολόγου. Του δώσανε τρία σπίτια, την επίπλωση, ένα οικόπεδο στο Καλλιμάρμαρο κι ένα εξοχικό στη Μαγκουφάνα πλάι στο καλογριδέικο, κι όλα καλά. Αρχίσανε τα γεννητούρια. Πρώτος ο αδερφός μου, δεύτερη σ’ ένα χρόνο εγώ.

Τον θυμάμαι από τα 4-5 χρόνια να μας κάνει τη νυχτερινή βάρδια, να μας βάζει στο γκιογκιό, να μας αφήνει λίγη ώρα να ξύσουμε την κοιλιά μας από την πίεση του βρακιού μας και να μας σκεπάζει. Ποτέ φιλί, ποτέ χάδια, αλλά με φροντίδα. Φόβος και τρόμος όταν αργούσαμε ή δεν ήμαστε καλά παιδιά. Ποτέ δώρα. Ένα πενηνταράκι την Κυριακή. Εγώ τα μάζευα να γίνουν πέντε δραχμές για μια ώρα ποδήλατο. Παρακαλούσα τον αδερφό μου να με μάθει. Αυτός μ’ ανέβαζε και με γκρεμοτσάκιζε. Τρέχανε τα αίματα στα γόνατά μου κι αυτός βολτάριζε μια ώρα.

Τον μπαμπά δεν τον αγαπούσα και τον έλεγα μέσα μου «Λύκο». Ήθελε να δουλεύει πολύ. Να βγάζει λεφτά και να τα κλείνει στην τράπεζα για να μαζεύονται. Η τράπεζα κι ο Μεταξάς ήταν το παράπονο της μαμάς. Ήρθε ο πόλεμος και, πουφ, πήγανε όλα περίπατο.

Η μαμά. Α! η μαμά. Κομμουνίστρια, ποιήτρια με ωραία φωνή. Έξω καρδιά. Διάβαζε, έγραφε ποιήματα. Εξέδωσε και μια ποιητική συλλογή Νοσταλγίες στοχασμοί. Ο Τέλλος Άγρας είχε γράψει μια πολύ επαινετική κριτική. Κάναμε εκδρομές, μας πήγαινε σε μουσεία, σε συναυλίες. Τραγουδούσαμε το βράδυ όλοι μαζί, με τα άλλα δύο κορίτσια που γεννήθηκαν μετά, μπροστά στις εικόνες κι ένα καντήλι τη βραδυνή μας προσευχή. Κομμουνίστρια θρησκευόμενη. Εμένα μ’ έστελνε ν’ αγοράσω Ριζοσπάστη.

Όταν πέθανε ξαφνικά από φυματιώδη μηνιγγίτιδα ο αδερφός μου, η μαμά αρρώστησε κι έφυγε από το σπίτι. Θυμάμαι τα μικρά να κλαίνε και να τη ζητάνε. Εγώ κούρεψα τη φίλη μου Άννα Τεριακή και μου έδωσε τα λεφτά που της είχε δώσει η μητέρα της για τον κουρέα.

Αλλά ξαφνικά μια μέρα ήρθε η μαμά. Μας φίλησε και μας είπε «δεν έχω λεφτά να σας κρατήσω». Μετά ανέβηκε σε μια καρέκλα να φτάσει κάτι σερβίτσια που είχε επάνω στην ντουλάπα. «Δεν έχω πιατικά» είπε. Και τότε σα να λύθηκε ξαφνικά ένας κόμπος που με κράταγε γερά δεμένη με τη λέξη ΜΑΜΑ. Είδα μόνο μια γυναίκα που αποφασίζει για τον εαυτό της μόνη της. Ελεύθερη.

1942

Για τον πατέρα μου, Κοσμά Δρόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχε χάσει όλα τα αγαπημένα του λεφτά. Πείνα. Είχε μείνει με τρία κορίτσια. Έπρεπε να δουλέψει. Λεφτά έβγαζε από σπίτια που έχτιζε και τα πουλούσε. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ζαχαροπλάστης δεν ήτανε; Παστέλια. Με ξύπναγε στις 4 το πρωί να τον βοηθήσω, να κρατάω τη λαμαρίνα να πέφτει το ζεματιστό μίγμα. Έφτιαξε ένα καρότσι. Στις 6 το πρωί το φόρτωνε με τα ταψιά και μετά με τα πόδια από τη Φορμίωνος στη διασταύρωση Ακαδημίας-Ιπποκράτους όπου είχανε στέκι οι κουλουρτζήδες και τα γκαζοζέν. Άραζε εκεί και πάλι πίσω με τα πόδια ως τη Φορμίωνος.

Αργότερα, όταν συνειδητοποίησα τις έννοιες μπαμπάς-μαμά, η έννοια πατέρας έγινε ένας βράχος σκληρός ακούνητος σε μια απέραντη θάλασσα χωρίς ίχνος σωτηρίας, «βράχος να πιαστείς και να επιζήσεις». Μαμά: ένας μαγικός κήπος των παιδικών μου χρόνων, με μυστικά κι αρώματα, πουλιά που τραγουδάνε, μυρωδιές και μια προσωρινή ευτυχία σαν τους περαστικούς έρωτες.

Γεράσανε. Τους πήρα και τους δύο. Έτσι, αν και αργά, ξαναστήσαμε την Οικογένεια. Ένα προσωρινό λιμάνι, την Ιθάκη, ας πούμε. Πράγμα που από παλιά ο Όμηρος μας το ‘χε πει τραγουδιστά.

Αναλαμβάνοντας το βάρος του πατέρα