Γκαλερί Ώρα

21.1.1986

Μουτζουρώνω ώρες και ώρες. Και μετά από το μαύρο εμφανίζονται ξαφνικά ο Ταυρομάχος και ο Ταύρος. Μια γυναίκα στολισμένη τρέχει αριστερά. Μια άλλη δείχνει: «από δω», σα να λέει είναι η έξοδος.

Γιατί όλα αυτά; Πού να ξέρω. Το χρώμα, η φόρμα, η δομή, αυτά μ’ ενδιαφέρουν. Και ξανά πάλι ο Ταύρος, ο Ταυρομάχος και μια άλλη άποψη ενός μύθου που εγώ είμαι ο θεατής του.

Υποτάσσομαι και συνεχίζω.

Αυτό τον κύκλο εργασίας θα τον πω «Ταυρομαχίες».

……………………………………………………

Από ημερολόγιο 1989

Και οι Ταυρομαχίες εξελίσσονται. Μα αυτή τη φορά να πάνε βαθιά στα χρόνια της Κατοχής και τους τόσους σκοτωμένους φίλους που έβλεπα μ’ ανοιγμένες τις κοιλιές απ’ τις ξιφολόγχες κι ένα άσπρο ρυάκι πλάι στο στόμα.

Και πάω σιγά σιγά όλο και πιο βαθιά. Στον άνθρωπο ταύρο, τον Μινώταυρο, την εγκαταλειμμένη Αριάδνη.

……………………………………………………

Γκαλερί Ώρα

Κάθομαι μόνη μου νωρίς τ’ απόγευμα. Σε λίγες μέρες τελειώνει η έκθεση. Κοιτάω τα έργα μου. Στέκομαι στις ταυρομαχίες. Προσπαθώ να βρω μια εξήγηση. Τι θέλουν να πουν αυτές οι ζωγραφιές; Μήπως προσπαθώ να δικαιολογήσω την επιθετικότητα ενός άντρα; Να του δώσω συγχωροχάρτι; Έρχεται εκείνη τη στιγμή ο φίλος συγγραφέας Μάνος Κοντολέων. Με ρωτάει: «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» «Εσύ τι λες;» του λέω. Είπε άλλα δικά του. Γέλασα μέσα μου και σκέφτηκα: «Α, Τζενοβία, έφυγες από το οικόπεδο της ζωγραφικής και πήγες στη φιλολογία. Μα δε θα μάθεις ποτέ;»

……………………………………………………

Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου 1986

Σχετικά με τις ταυρομαχίες

Και πάλι οι ίδιες αμφιβολίες σχετικά με το αν θα πρέπει να γράφω ιστορίες κι όχι να ζωγραφίζω ιστορίες. Έτσι όπως ταχτοποιώ τη δουλειά μου στέκομαι κι εγώ απορημένη μ’ όλον αυτό τον κόσμο που πάει και κολλάει στο χαρτί. Και με τι παίδεμα και τι υπομονή!

Κι ενώ κατέβηκα το εργαστήριο μ’ ενόχλησε μια λάθος κίνηση σ’ ένα τοπίο που είχα μες τη μέση και στρώθηκα να το αλλάξω. Το άσπρο να ‘ρθει λίγο πιο αριστερά και να κατέβει μια κάθετη σκούρα. Μεσημέριασε. Το μεγάλο έργο με τους ταυρομάχους να τρέχουνε σ’ ένα απέραντο λιβάδι και την κοπέλα απέξω από τη μάντρα να κοιτάει φοβισμένη έναν ταύρο με μπαλωμένη πλάτη. Γιατί μπαλωμένη; Ψεύτικος. Να ήξερα! Προειδοποίηση; Κάτι τέτοιο μου συμβαίνει. Παίρνω μηνύματα απ’ τη ζωγραφική;

……………………………………………………

Έκθεση Γκαλερί  Ώρα, 3.3.1990

Η μυθολογία που αναπτύσσεται στη ζωγραφική μου με τις, ας πούμε, ταυρομαχίες δεν επιδιώκεται θεματογραφικά. Μετά την επανάληψη, νομίζω, διαφοροποιεί μύθο και φόρμα. Και κάπου εκεί κρύβεται η παρηγοριά. Γιατί απομυθοποιώ το γεγονός και από κει και πέρα η ζωγραφική είναι κάτι σταθερό και που αξίζει να επιμένεις.

ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ

Πονηριές για παρηγοριά

Ζωγραφίζοντας αυτοπαρηγοριέμαι. Αυτά τα τρία έργα θα προσπαθήσω να σας τα διαβάσω. Απ’ ό,τι βλέπω είναι μια συμβολική ζωγραφική. Σαν ομολογία ονείρου.

Μια σκοτεινή γυναίκα στο πρώτο. Αριστερά το κορίτσι βυθίζεται στο κόκκινο και δεξιά μια μικρή κρατάει μια λευκή αχιβάδα κι ένα αιχμηρό όστρακο.

Στο δεύτερο έργο η παραλία γεμίζει κόσμο. Μία βηματίζει προς τα εμπρός κρατώντας μια κόκκινη μπάλα. Τώρα όλα είναι πιο φωτεινά. Μια τέταρτη φιγούρα σηκώνει ένα ψάρι (την αρχή του  κόσμου). Η δεύτερη πήρε τη λευκή αχιβάδα (Αφροδίτη) και η Τρίτη της προσφέρει ένα μικρό πάνθηρα (ο Βάκχος). Η γυμνή γυναίκα κατάλαβε. Έχει αυτοπαρηγορηθεί.

Λυπάμαι για όλα αυτά τα παραμύθια που αναγκάζομαι να πω, αλλά η ζωγραφική μου χρησίμεψε πάντα σα μια συνομιλία με τον εαυτό μου. Γι’ αυτό και ο τίτλος.

Ερωτικά

Κουτάκια κουτάκια

Οι συνθέσεις κουτάκια κουτάκια ήρθαν μετά τις εικονογραφήσεις. Φταίει σ’ αυτό η φωτογραφία ή το μικρό σχήμα που είναι εύκολο; Μαθαίνεις ένα χώρο και σούρτα φέρτα. Ή πάλι η αφήγηση, αυτός ο άσπονδος εχθρός;

Η θεματογραφία με βασανίζει. Σκατοφιλολογίες. θα ‘πρεπε να τη βάλω μπροστά μου και να της δώσω μια στην κοιλιά να μ’ αφήσει να ζωγραφίσω.

Αναγγελία θανάτου

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Αμάραντος ο αγαπημένος μου πρωτοξάδερφος «Τζένη, έχω καρκίνο, δεν χειρουργείται. Μου μένει ένας χρόνος».

Αυτά τα έργα έγιναν τότε, κι αν με ρωτήσετε δεν ξέρω, γίνανε μόνα τους.

Ξαφνικά ένας άντρας φανερώνεται στη ζωγραφική επάνω στο χαρτί, ντυμένος στ’ άσπρα χωρίς μαλλιά μ’ ένα πένθος στο μανίκι. Στο ένα έργο ανεβασμένος σε μια ψηλή κόκκινη γέφυρα βλέπει την κηδεία του. Τους συγγενείς του με λουλούδια να μπαίνουν στα ταξί για το νεκροταφείο. Κρατάει αγκαλιά έναν μαυροκόκορα. Γιατί; Ούτε που ξέρω. Μου ανάγγειλαν το θάνατό του στους Αγίους Αποστόλους. Καλοκαίρι του 1995.

Σχέδια, σχέδια. Η γυναίκα με τα μαύρα, ο νεκρός στην παραλία σκεπασμένος μ’ ένα άσπρο σεντόνι, σα να κοιμάται. Κι ο μαύρος κόκορας περνάει κι ο κολυμβητής χαμπάρι. Και ξανά και ξανά. Γιατί αυτός ο μαύρος σκύλος να κυκλοφορεί μέσα στο έργο; Έτσι λέω: «αυτά τα έργα έγιναν μόνα τους, εγώ μόνο έσουρνα το πινέλο κι άφηνα τα ίχνη μιας βαθιάς θλίψης.

Πολύ αργότερα, σ’ ένα ταξίδι με το Επιμελητήριο στη Σικελία σ’ ένα μουσείο είδα ένα μακρόστενο ανάγλυφο που είχε τον τίτλο «Γάμος». Ο γαμπρός μπαίνει στο σπίτι της νύφης κρατώντας στο στήθος του ένα κόκορα. Ο Αμάραντος αγαπούσε τόσο τη γυναίκα! Όταν ήταν ερωτευμένος έλαμπε. Ο κόκορας όμως που βαστάει στη ζωγραφιά είναι μαύρος.

Α! το ξέρω. Όλα αυτά δεν είναι η επιδίωξη της καθαρής ζωγραφικής, η ιστορία παίρνει το κάτω χέρι. Αν είχα μπροστά μου άλλα τόσα χρόνια θ’ ακολουθούσα αυτό που κάποτε με συμβούλεψε ο Γιάννης Ρίτσος. «Μια μουτζούρα, μια σταγόνα που έπεσε τυχαία στο χαρτί είναι κάτι καινούργιο. Μια ανακάλυψη. Η τέχνη είναι μια ανακάλυψη. Η δουλειά βελτιώνει τη δουλειά». Τον θυμάμαι να προτείνει τα χέρια, είναι σα μάγος, σαν αερικό που απλώνει φτερά να πετάξει ψηλά. «Θα το θυμάμαι», του λέω και προσγειώνομαι στο ισόγειο. Ανηφορίζω την Κόρακα. Μπαίνω στο τρένο. Σιγά σιγά ηρεμώ. Αυτή η πίεση για εργασία ενώ στενεύει ο χώρος γύρω. Ούτε μια ανατολή, λίγη θάλασσα, λίγος φρέσκος αέρας.