Σχολή Καλών Τεχνών
Θερινή και χειμερινή διαμονή στους Καλλιτεχνικούς Σταθμούς Ύδρας και Δελφών
Έχοντας κάνει δύο ατομικές εκθέσεις και παίρνοντας μέρος σε εκθέσεις πανελλήνιες μπορούσα να γίνω μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών. Αυτό ίσχυε σαν ένα δίπλωμα κάποιας επίσημης σχολής και σου έδινε το δικαίωμα να μένεις για κάποιο διάστημα στα θέρετρα της Σχολής Καλών Τεχνών.
Όπως πάντα κρατούσα σημειώσεις, έκανα γνωριμίες με νέους ζωγράφους φοιτητές και ζωγράφιζα ή σχεδίαζα.
Τα πρώτα χρόνια όταν δεν υπήρχε αυτή η πληθώρα των φοιτητών τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήξερε ο ένας τον άλλον κι ήταν σα γιορτή για μένα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια οι παρέες χωρίστηκαν –κλειστά κυκλώματα, διαφορές. Το χειμώνα που ένα δυο παιδιά έμεναν απομονωμένα για να ετοιμάσουν τις διπλωματικές τους μπορούσες να γνωριστείς και να συζητήσεις και να μην αισθανθείς μοναξιά.
Ύδρα 1997
Στην κουζίνα γύρω απ’ το τραπέζι. Ο νέος ζωγράφος είπε: «Θέλω να φυτέψω στο παράθυρο του εργαστηρίου μου έναν ευκάλυπτο. Μεγαλώνει γρήγορα, είπαν. Μ’ αρέσουν οι ελιές αλλά θέλουν πολύ καιρό να γίνουν μεγάλα δέντρα». Μια κοπέλα στην άκρη έμενε σιωπηλή τρώγοντας γάλα με all bran. «Η μοναξιά σου φέρνει δυσκοιλιότητα», είπε.
Ύδρα
Ήρθε ένας νέος φοιτητής φορτωμένος τελάρα ασύνδετα. Χαιρέτισε το ζωγράφο Γκιζήρη και πήγε κατευθείαν να συνδέσει τα τελάρα. Γέλαγε ο Γκιζήρης. Από την άλλη μέρα έστησε ένα καβαλέτο της σχολής και άρχισε να ζωγραφίζει. Μια μέρα μας ανακοίνωνε: «Θα σας φτιάξω ντομάτες γεμιστές». Άνοιξε ένα βιβλίο που είχε φέρει μαζί του. Η γιαγιά του του είχε γράψει συνταγές. Συμβάλαμε όλοι μας. Ποικιλία γεμιστών, ως και κρεμμύδια γεμιστά. Έγινε πανηγύρι. Η Εύα Μπέη τα τίμησε ιδιαιτέρως. Οι ωραιότερες ντομάτες που είχαμε φάει, το δηλώσαμε ζητωκραυγάζοντας. Ζήτω ο Βαγγέλης Ρήνας.
Δελφοί
Έχει ερημώσει η σχολή και κάνει ένα κρύο! Ο φύλακας, ο αγαπητός μας Παναγιώτης έπαθε ένα ατύχημα. Ξαφνικά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου κι έπεσε στο γκρεμό. Είχε πάει να μετρήσει τα γράδα του κρασιού του στη Θήβα. Μόνη μου στη Σχολή, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά. Έφυγε κι η Χαρίκλεια, η γυναίκα του. Δεν μπορούσε μόνη της. Περνάω ώρες στο μουσείο και ζωγραφίζω μεγάλα έργα, σε χαρτί του μέτρου και τελάρα. Η σφίγγα. Οι άνθρωποι περνάνε χέρι με χέρι ή αγκαλιά. Οι άρπυιες όμως παραφυλάνε. Το δωμάτιό μου είναι στο κάτω πάτωμα. Είναι σκοτεινά. Φοβάμαι. Μιλάω στον Παναγιώτη: «Ξέρω πως είσαι παντού εδώ γύρω. Αλλά είσαι καλός κι εγώ δεν πιστεύω στα φαντάσματα». Φτάνω το διακόπτη. Φως. Μπαίνω στο δωμάτιο που μένω. Έχω μια μικρή σομπίτσα αλλά κάνει πολύ κρύο.
Ο Παναγιώτης μας έδειχνε το χρώμα των βουνών. Μπλε σκούρο, μαύρο και αέρας αέρας! Τα βουνά σα να είναι μέσα στο καθιστικό. Έχουν μια μαγική αίσθηση οι Δελφοί.