Μόραλης 1954, Τσαρούχης 1954-1959

Γιάννης Μόραλης

Πρέπει να ήτανε καλοκαίρι του 1954 όταν ο φίλος μου οδοντίατρος Φαίδων Στρατουδάκης με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί του στο σπίτι του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη. Είχαν συμφωνήσει να κάνουν μια ανταλλαγή εργασίας. Τον ήξερα από τις επισκέψεις του στο ιατρείο.

Είχε περάσει ένας χρόνος που είχα εγκαταλείψει το θέατρο και ήμουνα πολύ στεναχωρημένη προσπαθώντας να μετακινηθώ σ’ ένα άλλο επάγγελμα. Τη ζωγραφική.

Θυμάμαι το σπίτι του στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς. Όταν φτάσαμε μας πέρασε κατευθείαν στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για ατελιέ. Μας είπε πως άνοιξε τώρα αυτό το μεγάλο παράθυρο λίγο ψηλά για να έχει το φως που χρειαζόταν για να δουλεύει. «Να! Βλέπετε», είπε, «είναι μια ελιά αλλά δεν θέλω να την κόψω. Θα με στεναχωρούσε πολύ». Σε μια στιγμή ήρθε η γυναίκα του, η Μπούμπα Λυμπεράκη, γλύπτρια, που ήταν κι αυτή πελάτισσα του φίλου μου, έφερε μαζί της και τον μικρό τους Κωνσταντίνο. Θα ‘ταν τότε 5 ή 6 χρόνων. Μετά ο κύριος Μόραλης άρχισε να φέρνει έργα.

Θυμάμαι μια νεκρή φύση κι ένα μεγάλο μακρόστενο έργο με μια γυμνή γυναίκα με γυρισμένη πλάτη κι έναν πισινό σε πρώτο πλάνο αρκετά προκλητικό. Το έργο ήταν στο καβαλέτο κι όταν χτύπησε κάποιο κουδούνι ο κύριος Μόραλης βγήκε και μείναμε μόνοι με το φίλο μου. «Αυτό είναι ωραίο», μου είπε, «αλλά πώς να το βάλω στο ιατρείο!». Μπαίνοντας ο κύριος Μόραλης ίσως κάτι κατάλαβε γιατί ξαφνικά είπε: «Μπορώ να ζωγραφίσω την Τζένη». Εγώ ξαφνιάστηκα αλλά ο Φαίδων «Α! ωραία, καλύτερα», είπε.

Από κει και πέρα άρχισε η γνωριμία μου και η αληθινή αγάπη γι’ αυτόν και τη ζωγραφική του. Συχνά συνήθιζα να λέω στον Φαίδωνα: «Ο Μόραλης είναι, νομίζω, ο μόνος άντρας που θα ‘θελα να παντρευτώ». Ο Φαίδων γελούσε και μου έλεγε: «Δεν θα μπορούσες να ζήσεις μαζί του, είναι κοσμικός». Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Και επέμενα να το λέω. «Κοσμικός! Τι θα πει κοσμικός;»

Όποτε τον έβλεπα καμιά φορά να κατηφορίζει ένα δρόμο του Κολωνακίου προς την γκαλερί Ζουμπουλάκη ήταν τόσο διαφορετικός. Μόνος του, βυθισμένος στον εαυτό του. Έμοιαζε με τη δουλειά του. Αν όμως τον συναντούσες σε συναναστροφή ή σε εγκαίνια άλλαζε. Τότε έμοιαζε με «κοσμικό», του άρεσε να λέει κάποιο ανέκδοτο. Έκανε τους γύρω του να γελάνε. Γελούσε κι αυτός.

Είκοσι φορές έμεινα στήλη άλατος, επάνω σ’ ένα βάθρο, επί δύο ώρες με ένα μικρό διάλειμμα. Αυτός όρθιος. Με το αριστερό χέρι. Σ’ ένα πράσινο φόντο με το πινέλο έκανε ένα τέλειο σχέδιο. Ήθελα να του πω: «Αφήστε το έτσι, είναι πολύ ωραίο». Δεν το είπα. Μετά δύο ποζαρίσματα, άλλαξε πορεία. Το πράσινο φόντο μεταβλήθηκε σε κόκκινο. Το ίδιο και το εμπριμέ μου φόρεμα. Μου είπε: «Φτιάξε ένα κόκκινο μπλουζάκι με το ίδιο ντεκολτέ». Έβλεπα πώς προχωρούσε. Το μπούστο βγήκε αμέσως. Παιδεύτηκε με τη ρουθουνάτη μύτη μου και το στόμα μου που χαλάρωνε και κρεμούσε από την ακινησία.

Μια μέρα μπαίνοντας στο ατελιέ είδα εκείνο το καταπληκτικό γυμνό κορίτσι ζωγραφισμένο. Βρίσκεται νομίζω στην Πινακοθήκη της Κύπρου. Υπάρχει κι άλλο ένα στην πινακοθήκη μας. Είπα: «Τι ωραίο!». Λέει αμέσως: «Παρ’ το». Γέλασα: «Αυτά τα έργα είναι για μουσεία», είπα, «όχι για να τα κλείσεις σ’ ένα σπίτι».

Τότε του είχα δείξει και τα σχέδιά μου. Η γυναίκα του που πέρασε έριξε μια ματιά και μου είπε: «Μην το αφήσετε». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κι αυτός: «Θα σας δείξω φόρμες». Τέλειωσε το πορτρέτο. Στόλισε για λίγο το ιατρείο και μετά το πήρα εγώ.

Μετά μισό χρόνο ήρθαν τα πράγματα έτσι που πήγα σταλμένη από τον Γιάννη Ρίτσο στον Γιάννη Τσαρούχη. Ο Μόραλης ερχόταν πάντα σ’ αυτές τις λίγες εκθέσεις που έκανα ή αν ήταν μακριά μου τηλεφωνούσε. Όταν άλλαξε η ζωγραφική του κι έγινε αυτή που τελικά τον καθόρισε, πήγαινα στις εκθέσεις του περισσότερες από έξι φορές για να καταλάβω τι ήθελε να πει. «Αφαίρεση – Ισορροπία – Ίχνη ανάμνησης». Αυτό ή το «Εγώ ο Μόραλης»;

Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Μόραλης

Γιάννης Τσαρούχης – Τσαρουχική περίοδος

Τσαρούχης. Αντίγραφό μου εκείνης της εποχής.

Αντιγράφω από το ημερολόγιο του 1956

Τον Γιάννη Τσαρούχη τον ήξερα από το θέατρο. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος μου είπε: «Πήγαινε εκ μέρους μου», πήρα το μπλοκ μου με τα σχέδια που είχα κάνει και πήγα σ’ εκείνη τη σοφίτα στην ταράτσα της πολυκατοικίας στο Σύνταγμα.

Του τα έδειξα. Με το πρώτο είδα κάτι σαν ξάφνιασμα. Ήταν ένα μπλοκ με προσωπογραφίες καμωμένες με μολύβι. Μου είπε να πηγαίνω τα πρωινά. Πήγα. Περισσότερο χάζευα το περιβάλλον παρά με απασχολούσε η τέχνη του πώς φτιάχνεται ένα πορτρέτο.

Ο Τσαρούχης μ’ ένα πινέλο στο χέρι ζωγράφιζε έναν νέο σε ένα τελάρο 30Χ40. Ο νέος ούτε ωραίος ήταν ούτε άσχημος, μ’ ένα χαμηλό μέτωπο. Καθόταν ακίνητος. Ακριβώς πίσω από αυτούς που είχαμε μπροστά ήταν μια σειρά καρέκλες. Καθόντουσαν γνωστοί ή περαστικοί, διάφοροι που συζητούσαν μεταξύ τους ή σηκωνόντουσαν και φεύγανε χωρίς να χαιρετίσουν. Θυμάμαι έναν νέο, ξαπλωμένο σε δυο καρέκλες. Στη μια καθόταν και στην άλλη είχε τα πόδια του. Αυτός ξεχώριζε από τους άλλους. Μου φάνηκε αριστοκρατικός. Μετά έμαθα πως ήταν ανιψιός του Ιόλα. Αυτά την πρώτη και τη δεύτερη μέρα. Οι επισκέπτες άλλαζαν, δεν ήταν πάντα οι ίδιοι, αλλά τις πιο πολλές φορές νεαροί.

Δεν θυμάμαι να κοίταξα έργα που ήταν γύρω. Αυτός ο καινούργιος κόσμος και αυτά τα περίεργα! Πώς κάνεις ένα ζωντανό πρόσωπο ζωγραφιά, πώς σβήνεις με πατσαβούρα αυτό που λένε φόντο; Πώς το μοντέλο ξαφνικά χασμουρήθηκε και όλα άλλαξαν; Η ζωγραφιά είχε κλειστό το στόμα αλλά το αληθινό άνοιξε και τα μάτια έκλεισαν. Τότε γινόταν διάλειμμα. Σε λίγο πολλοί άρχισαν να φεύγουν κι εμένα τότε μου έλεγε να φύγω. Δεν ξέρω τι έκαναν αυτοί που έμεναν. Μέχρι να φτάσω στη σκάλα άκουγα συζητήσεις. Αυτά κράτησαν μια βδομάδα.

Πάω ένα πρωί. Ήταν μόνος του. Μου λέει: «Έλα να σου κάνω ένα μάθημα που πρέπει να το θυμάσαι». Με πήγε μέσα εκεί που ήταν το πορτρέτο. Παίρνει απ’ το τραπέζι ένα ψαλίδι και βγάζει τα μάτια του ζωγραφιστού νέου. «Ζωγραφική δε γίνεται με θεατές και φασαρία», είπε. Τρόμαξα τόσο πολύ! Δεν θα το ξεχάσω. Πάντα το θυμάμαι.

Από τις σημειώσεις που κρατούσα
28.9.1957

Πριν όμως προχωρήσω στις σημειώσεις εκείνου του καιρού ξαναγυρνάω πίσω στις πρώτες βδομάδες της γνωριμίας μας. Μάθημα ζωγραφικής δεν νομίζω πως μου έκανε ποτέ. Ό,τι άκουγα και άρπαζα έτσι στον αέρα καθώς συνήθιζα το περιβάλλον αντί να δίνω σημασία στο νοικοκυριό που ήταν μια ανακατωσούρα –κρεβάτι άστρωτο, πολυθρόνες βασιλικές με ωραίες πολύ γδαρμένες στόφες, καρέκλες ψάθινες από τις παλιές των καφενείων, με την ψάθα κίτρινη και πράσινη στις γωνιές, μπογιές ανοιγμένες στοιβαγμένες εδώ και κει σε τραπέζια με ωραία λουλούδια σε κάποιο κρυστάλλινο βάζο ή ένα ωραίο αρχαίο αγγείο γεμάτο μολύβια και χαρτάκια, κάρτες, κλωστές, κάποια μικρή ζωγραφιά. Τέλος πάντων ανακατωσούρα που δεν είχα συνηθίσει και ειδικά του άστρωτου κρεβατιού μ’ έβαζε σε μια ανησυχία λαβυρίνθου. Άρχισα λοιπόν να τα δέχομαι όλα αυτά. Στην αρχή έβλεπα τα έργα μόνο σαν ζωγραφιές, μετά αυτός, σαν να ήθελε να μου αρχίσει ένα είδος μαθήματος, φέρνει μια μέρα ένα ρολό μουσαμά 40Χ60 περίπου. Το ανοίγει. Ήταν το όρθιο γυμνό ενός άντρα. Ποιος ξέρει πού ήτανε πεταμένο. Από το τύλιγμα ο μουσαμάς είχε κόψει την ξεραμένη λαδομπογιά και στα γόνατα ήταν ξεγδαρμένο. «Να το φτιάξεις». «Πώς;» ρώτησα. «Με λαδομπογιά. Ξυσ’ το πρώτα λίγο. Θα βρεις κάπου ψιλό ή χοντρό γυαλόχαρτο. Πρόσεξε μη σου τρυπήσει ο μουσαμάς». Πήρε μπογιές. Έφερε τέσσερα πέντε σωληνάρια μισογεμάτα, «εδώ είναι το νέφτι». Αυτά τα είχα δει πως τα ‘φτιαχνε σε μια παλέτα από τις πρώτες μέρες σε κείνο το θρυλικό πορτρέτο που του ‘χε βγάλει τα μάτια.

Αυτά είπε και με άφησε να κολυμπήσω στον ωκεανό. Τα μόνα μαθήματα που είχα πάρει ζωγραφικής ή μάλλον σχεδίου ήταν απ’ τον Απάρτη που έκανε χατίρι στον Βασίλη Ρώτα και ερχότανε μια φορά την εβδομάδα στο θέατρο Βρετάνια και μας μάθαινε σχέδιο. Ένα ποτήρι ή ένα φλυτζάνι πάνω σ’ ένα τραπέζι, ό,τι έβρισκε. Κανένας δεν ενδιαφερόταν. Η Αντιγόνη έλεγε: «Εγώ χέρι δεν μπορώ να ζωγραφίσω, κάνω γάντι». Μόνο εγώ προσπαθούσα. Αλλά λαδομπογιές και πινέλα δεν είχα δοκιμάσει. Σαν καλό κορίτσι, ό,τι έβλεπα εκεί στην τσακισιά το έξυσα προσεκτικά, άφηνα ένα μικρό κομματάκι χρώμα κι άρχισα σαν καλή μανταρίστρα να μπαλώνω τα ποδάρια αυτού του γυμνού άντρα. Δεν μου έδωσε καμιά οδηγία. Μ’ άφησε στο λαβύρινθο που είχα μπει. Το μόνο που είπε ήταν: «Έρχεται ο Ρίτσος και μου ζητάει έργα. Φτιαχ’ το να του δώσω αυτό». Τίποτε άλλο δεν θυμάμαι. Πάντως οι φιλότιμες προσπάθειές μου πήγαν καλά.

Κι αυτό το ‘βλεπα συχνά όταν το 1976 πήγαινα στον Κόρακα στον Ρίτσο και κορνιζαρισμένη καμάρωνε αυτή η γυμνή αντρούκλα με τα δικά μου γόνατα σαν να μην είχε τίποτα συμβεί που να θυμίζει τα άγνωστα βαθιά ύδατα του ωκεανού της ζωγραφικής. Μου άνοιγε το κέφι να το βλέπω. Α! κακομοίρα Τζενοβία, σκεφτόμουνα. Όταν το είπα στον Ρίτσο δεν του πολυέδωσε σημασία, συνέχισε κάτι που μου έλεγε.

Σελίδες από το ημερολόγιο που κρατούσα
10.1.58

Φτιάχνει το σκηνικό του Κουν για το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πήγαμε μαζί προχτές το πρωί. Μια αυλή στο Βύρωνα.

«Γιατί δεν το κάνεις χρωματιστό; Το συνηθίζουν;» ρώτησα.
«Το σκηνικό πρέπει να είναι άχρωμο και με πολλές τρύπες. Απλό όσο γίνεται αλλά να μην του λείπει και τίποτα. Συμβατικό αλλά και αληθινό. Κατάλαβες;»
«Γιατί δεν κάνεις μια χοντρή γραμμή γύρω από τα παντζούρια;»
«Μα αυτό συνηθίζεται στα πιο καλά σπίτια, δεν το ‘χεις προσέξει; Ώχρα, γκρι ανοιχτό, γκρι σκούρο για τον τοίχο, τα παράθυρα και τα ξύλα»
«Τα κεραμίδια πώς θα τα βάψεις;»

Γύρισε στους εργάτες. «Ετοιμάστε χρώμα κι έλα εσύ εκεί έξω για να μάθεις να κοιτάς». Βγήκαμε στην αυλή κι από κει έξω. Δεν φαινόταν χρώμα, μόνο ο σοβάς ανέβαινε ως επάνω.

Γυρνάω πίσω στο 1957

Ξανάδαμε τον Ιόλα. Είχα εξαφανιστεί σε μια γωνιά. Άκουγα. Βρήκε το έργο με τα μεγάλα γυμνά «abstract», έλεγε και κάτι γαλλικά και ξίνιζε τα μούτρα του. «Μα δεν το τελείωσα ακόμα», του είπε ο Τσαρούχης, ενώ προχτές μου είπε: «Πάει τελείωσε, κάτι λίγα μένουν. Και μετά… Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πάνω σ’ αυτό, εκτός αν αργότερα το ξαναφτιάξεις από την αρχή».

20.11.57

Η δουλειά με τα σκηνικά του Φίνου τον απασχόλησε περισσότερο καιρό. Έκανε θαύματα με κάτι σανίδια που τα μετέτρεπε σε έπιπλα. Εμείς, όλη η κουστωδία βάψαμε ψεύτικους πίνακες.

27.11.57

Ήρθαν επίσκεψη μαθητές του Πολυτεχνείου. Χασκογελούσαν μεταξύ τους. Περιμένανε ν’ ακούσουν κουτσομπολιά, από αυτά που τους είχανε πει για τον Τσαρούχη. Ήρθανε πρόσωπο με μένα και σοβαρευτήκανε. Μεταξύ ενός κεράσματος λουκουμάδων τους μίλησε αρκετά δείχνοντάς τους έργα. «Ο μαθητής πρέπει να τρώει ξύλο. Το κακό άρχισε μ’ αυτή τη νέα παιδαγωγική του Ρουσώ. Στη ζωγραφική δεν αντιμετωπίζεις τη δυσκολία του χώρου όπως είναι. Πρέπει να χτίσεις το έργο σου στο χώρο που έχεις να ζωγραφίσεις. Προσωπάκια, χεράκια δε σημαίνουν τίποτα. Αυτό κι αυτό.», έδειξε πρόσωπο και φόντο. «Η σχέση τους και οι σχέσεις όσων υπάρχουν σ’ αυτό το έργο». Μιλούσε πολύ σοβαρά, απλά και ειλικρινά και δείχνοντας τις βλάχες είπε πως σ’ αυτό απέτυχε γιατί φτιάχτηκε πιο πολύ με το νου. Τα παιδιά άκουγαν με προσήλωση.

12.10.57

Ξανάπιασε τις δύο βλάχες.
«Αυτό το έργο είναι σκληρό».
«Γιατί;»
«Γιατί είναι σκληρό, απλούστατα. Το χρώμα είναι ζήτημα έμπνευσης της στιγμής. Όταν προσπαθείς να διορθώσεις ένα έργο δεν καταφέρνεις παρά να τελειώσεις το σχέδιό του. Τίποτε άλλο».
«Τότε πώς έργα δουλεύτηκαν πολλά χρόνια, πώς έγιναν έργα ζωής;»
«Μα συμβαίνει κι αυτό. Έχεις νέες εμπνεύσεις. Δεν το διορθώνεις. Το προχωράς».

Με τον Γιάννη Τσαρούχη

Το 1959, δεν θυμάμαι ακριβώς τις ημερομηνίες, είμαι ακόμα κοντά στον Τσαρούχη.

Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει. Ο Τσαρούχης έχει αναλάβει να φτιάξει το σκηνικό του Βαφτιστικού για τη Λυρική σκηνή. Εμένα μέσα σ’ άλλα που μου έχει ανατεθεί είναι να φτιάξω μια αντιγραφή δύο αγαλμάτων που θα στόλιζαν την πρόσοψη του κηφισιώτικου σπιτιού που είχε αποφασίσει πως θα είναι το σκηνικό μιας από τις πράξεις του έργου. Αυτό μου έφαγε ώρες εργασίας. Όταν ήρθε να το δει μου είπε: «Φαίνεται έκανα λάθος στα μέτρα που σου έδωσα. Να το ξαναφτιάξεις». Εγώ αγανάκτησα και πήγα να διαμαρτυρηθώ. Τότε μου λέει: «Έτσι μαθαίνουν». Αυτό ήταν το τέλος της υπομονής μου. Ύστερα από τέσσερα χρόνια να υπηρετώ με αντιγραφές με τετραγωνάκια και ό,τι άλλο προέκυπτε χωρίς να κερδίζω ούτε ένα κέρασμα. Πάντα έπαιρνε το υπόλοιπο συνεργείο και αποχωρούσε. Θύμωσα πολύ. Και πώς μου ήρθε και το είπα –θυμήθηκα το χαστούκι του Ρακιτζή στην Ασφάλεια.

«Ρακιτζή!», του φώναξα, «Είσαι ο Ρακιτζής». Δε φάνηκε να θύμωσε και σίγουρα τον ήξερε τον σκληρό άντρα της Ασφάλειας.

Μετά είδα τυχαία τον Μόραλη και γελώντας μου είπε: «Είπες Ρακιτζή τον Τσαρούχη; Μου το είπε και γέλαγε».

1959

Αποχωρώντας από το εργαστήριο του Τσαρούχη στην αρχή ένιωθα σαν χαμένη. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στην Καισαριανή και κάθισα μπροστά σ’ ένα καβαλέτο κοιτώντας το τελάρο με το μουσαμά και δεν ήξερα τι να κάνω.

Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκα με τον ζωγράφο Τάκη Σιδέρη. Ήρθε τυχαία σπίτι. Κάπου έμαθε πως ζωγραφίζω. Ίσως η φίλη μου ζωγράφος Μαίρη Κοπανά του το είπε. Μου ζήτησε αν ήθελα να πάρω μέρος σε μια έκθεση στο Δημαρχείο της Καισαριανής. Μια ομάδα με πνευματικούς ανθρώπους και τον Μάριο Χάκκα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα πνευματικό κέντρο που σκοπός του ήταν να οργανώνει διάφορες εκδηλώσεις –εκθέσεις ζωγραφικής, θέατρο, σινεμά. Το ονόμασαν ΦΕΝ. Μαζί με τον Τάκη Σιδέρη διαλέξαμε δύο έργα. Η έκθεση έγινε στο Δημαρχείο της Καισαριανής και πήραν μέρος οι Γιώργος Σικελιώτης, Τάκης Σιδέρης, Μαίρη Κοπανά, Κουκουλομάτης, Τραχανατζής και Τζένη Δρόσου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που πήρα μέρος σε έκθεση. Από τα δύο έργα που είχα δώσει το ένα αγοράστηκε από έναν γνωστό φίλο. Μετά συμμετείχα σε μια δεύτερη έκθεση.

Είχα αρχίσει να κρατάω καθημερινές σημειώσεις. Στο τέλος έκανα ένα ντοσιέ που το ονόμασα «Πνευματικό Κέντρο Καισαριανής».

Αυτή την εποχή άρχισε και η στενή φιλία μου με τον Τάκη Σιδέρη. Έμενε κι αυτός στο Παγκράτι, λίγο πιο κάτω από το πατρικό μου σπίτι. Δούλευε στη δημαρχία εκείνο τον καιρό και τις άλλες ώρες μόνο ζωγράφιζε. Ατέλειωτοι περίπατοι στα στενοσόκακα της Καισαριανής και κουβέντα για τη ζωγραφική. Απέναντι από το σπίτι τους στην Κόνωνος έμενε κι ο ζωγράφος Γιώργος Νικολακόπουλος με την οικογένειά του. Συχνά τους επισκεπτόταν το ζεύγος Νίκος και Αφροδίτη Χουλιαρά. Έτσι σιγά-σιγά αποκτούσα καινούργιους φίλους.

Είχα αρχίσει να κρατάω πια καθημερινές σημειώσεις –μικρά σχεδιάκια με γραμμένα κείμενα προσπαθώντας να αποτυπώσω την καθημερινότητα, «Η Μυθολογία της Ημέρας». Θα μπορούσα να είχα επιδοθεί στην πεζογραφία αλλά οι γραμματικές μου γνώσεις  νόμιζα δεν ήταν ικανές να με κάνουν να προτιμήσω την αφήγηση. Έγινε όμως αφηγηματική η ζωγραφική μου, πράγμα που το πολέμησα αργότερα με πενιχρό αποτέλεσμα. Ίσως το έργο μου, πρέπει να το ομολογήσω, δεν είναι στολίδι αλλά μάλλον ζωγραφιά. Ίσως ο ζωγράφος γεννιέται, δεν γίνεται. Πάντως προσπάθησα.

Τότε ήταν που έγραψα κι αυτό το ερωτηματολόγιο μιας δόκιμης καλλιτέχνιδας. Το βρήκα στα ημερολόγιά μου καθώς ξεσκάλιζα το παρελθόν.

Εις εαυτόν. Ημερολόγιο, Δευτέρα 4.1.1959 (είμαι μόνη μου πια χωρίς τον Τσαρούχη)

Απολογισμός και ερωτηματολόγιο δόκιμης καλλιτέχνιδας ζωγραφικής πρώην ηθοποιού

Η γλώσσα των χρωμάτων είναι ωραία όπως όλες οι γλώσσες. Μπορώ να την καταλάβω αλλά όχι να την μιλήσω.

Ερώτηση: Θα μπορέσω κάποτε αφού τώρα δεν μπορώ να την αισθανθώ έτσι που να μπορώ να την χρησιμοποιήσω; Και τι θα πει ζωγράφος; Τι είδους επάγγελμα είναι αυτό;

Σχετικά με την ασχολία

Ερώτηση:

Η Ζωγραφική είναι επάγγελμα;
Γιατί μας χρειάζεται;
Για να ζούμε από αυτήν ή
Για να ζούμε γι’ αυτήν;
Εγώ ζω για τη ζωγραφική; Όχι.
Αγαπώ τη ζωγραφική σαν επάγγελμα; Όχι.
Θέλω να ζω χωρίς επάγγελμα; Όχι.
Πρέπει όμως να κάνω ένα επάγγελμα; Ναι

Τι έμαθα να κάνω;

Λίγο να διαβάζω
Λίγο να ράβω
Λίγο να ζωγραφίζω
Λίγο να μαγειρεύω
Λίγο να κάνω δουλειές του ποδαριού

Και τι κάνω πολύ;

Πολύ σκέφτομαι
Πολύ μιλάω

Παρόλο που δεν έχεις στην αρχή πραγματική κλίση, μια γλώσσα που θα επιμένεις να μάθεις άραγε θα μπορέσει να σε βοηθήσει να εκφραστείς; Ή για να το πω πιο καθαρά. Να είσαι ευχαριστημένος; Θέλει υπομονή και προσπάθεια για να φτάσεις σ’ ένα αποτέλεσμα (ας πούμε αίσιο) ή είναι μάταιο;

Και τώρα το άλλο. Θέλεις να εκφραστείς, λες. Για να εκφράσεις αυτά που πιστεύεις ή θέλεις. Πώς μπορείς να αρχίσεις να λες αν δεν σου δοθεί Αυτό για ν’ αποφασίσεις αν είναι Αυτό ή κάτι άλλο; Άρα πρέπει να λάβεις υπόψη σου κάτι συγκεκριμένο και θα πρέπει να δώσεις απάντηση. Τι μου ζητιέται; Ποιος μου ζητάει κάτι; Και ειδικά με τη ζωγραφική. Κανείς Εγώ.

Ας πούμε φτιάχνεις μια ζωγραφιά. Είναι μια κακή ζωγραφιά αφού πολύ λίγα ξέρεις από ζωγραφική. Λοιπόν; Γιατί δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια αντίθεση από αυτό και μόνο. Προσπάθησε να το φτιάξεις ξανά και ξανά μέχρι να βρεις επιτέλους τι σου αρέσει. Έτσι μπορείς να φτάσεις σ’ αυτό που θέλεις ή σ’ αυτό που πιστεύεις. Μόνος σου όμως; Εδώ είναι λοιπόν η δυσκολία…

Να πάρει ο διάβολος μήπως βαρέθηκα να κοπιάζω συνέχεια μόνη μου; Κι αυτό είναι το πιο ενοχλητικό. Αυτό είναι που με βάζει σε τόσο μπλεγμένες καταστάσεις.

Λοιπόν ας αδιαφορήσω για τα πιο πάνω ερωτηματολόγια. Ας καταπιώ τη μοναχικότητα αυτού του επαγγέλματος κι ας συνεχίσω χωρίς να σκέφτομαι και να μιλάω. Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Και ξαναγυρνάω στο ημερολόγιο του 1986

Επίσκεψη στο σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι

Έβρεχε και από την κάτω πλατεία έως την οδό Πλουτάρχου είναι κάμποσος δρόμος. Έβρεχε και έκανε κρύο. Μια μικρή κοπέλα που βγήκε από μια πολυκατοικία τρεις δρόμους πριν από το σπίτι δεν τον ήξερε τον Τσαρούχη. Μετά θυμήθηκε. «Α! ο Γιάννης Τσαρούχης, δεν ήξερα ότι έμενε εκεί». Τον ήξεραν όμως κάτι άλλοι που έβγαιναν βιαστικοί από ένα αυτοκίνητο. Το σπίτι είναι σαν σκηνικό. Η είσοδος του κήπου έχει μια σιδερένια καγκελόπορτα. Η άλλη είσοδος του σπιτιού έχει παλιώσει. Η κλειδαριά φαίνεται σαν σπασμένη. Άνοιξε με μια σπρωξιά. Μπορεί να ήταν από καμιά κατεδάφιση η πόρτα. Μέσα οι τοίχοι του διαδρόμου μόλις μπαίνεις, τα σκαλιά, όλα είναι σαν παλιά, όχι όμως να τα βαραίνουνε τα ίδια τα χρόνια. Και καμιά αξιοποίηση του χώρου. Γιατί να γίνει; Έτσι κι αλλιώς βασιλεύει τόση ακαταστασία. Το φάρδος, τα κενά και τα γεμάτα που υπολογίστηκαν για ορισμένα βήματα τώρα είναι στουπωμένα με κούτες του μπακάλη, ένα σκαμνί με χαρτιά, βιβλία και πανιά εδώ και κει κι ένα άγαλμα μπρουμιτιασμένο κι ένα άλλο γύψινο με μούτρα στον τοίχο.

Χαιρετηθήκαμε και φιληθήκαμε στην πόρτα ανάμεσα στο μεγάλο δωμάτιο και την κουζίνα. Μετά καθίσαμε αντικριστά σε καρέκλες. Πίσω από το κεφάλι του ήταν οι πάγκοι της κουζίνας και από αριστερά ο νεροχύτης με πιάτα σκόρπια. Γύρω γύρω μουστοκούλουρα ξερά, ψωμί μαύρο κι ένα άλλο γερμανικό με σταφίδες. Διάφορα τρόφιμα σε σελοφάν το ‘να πάνω στ’ άλλο. Εκεί που τελείωνε ο λαιμός μιας μπουκάλας άρχιζε μια ζωγραφιά τυπωμένη σε χαρτί. Φρούτα και ο νέος με το λερωμένο ροζ σα λεκέδες. Ένα αυτοκρατορικό ύφασμα έβγαινε από τα ξεβαμμένα ρούχα. Μπλούζες δήθεν αφρόντιστες αλλά σαν ατλαζένιες στη ζωγραφική του. Ακριβώς πίσω από το κεφάλι του ήτανε η σακούλα με τα μουστοκούλουρα και πλάι ένα τραπέζι πλιάν γεμάτο φλιτζάνια, πιάτα και άλλα μαύρα ψωμιά σε σελοφάν και πέρα απ’ αυτό μια ζωγραφιά, ένα πιάτο με ροδάκινα και πάλι τ’ αγόρι με το μπλουζάκι, τώρα σε άλλο τόνο και με σκιές και φωτεινές γυαλάδες.

Ο νέος που δούλευε στο πλαϊνό δωμάτιο ήρθε και στάθηκε για λίγο στην κουζίνα. «Σπουδάζει θέατρο», είπε ο Τσαρούχης και μετά ξαναβγήκε και συνέχιζε να σχεδιάζει σ’ ένα τραπέζι.

Είχα μαζί μου το ντοσιέ με τα σχέδια και τις μικρές τέμπερες που είχα κάνει στα Κύθηρα. Όταν το άνοιξε ξανάδα πάλι αυτό το ξάφνιασμα που το ‘ξερα από παλιά. Σε μια στιγμή είπε: «Μα αυτά είναι αριστουργήματα». Το βιβλίο του Ρίτσου με τα σχέδια του Εθνικού Κήπου το ξεφύλλισε αδιάφορα. «Γιατί σχεδίασες το Βασιλικό Κήπο; Έχω να πάω χρόνια». Τα έβαλα πάλι πίσω στη νάιλον σακούλα. Σηκώθηκε και πήγε και μου έφερε τα ντοσιέ με τις φωτογραφίες που είχαν ετοιμάσει για το Ίδρυμα. Ύστερα μου κουβάλησε ντοσιέ με ζωγραφική. Έργα πολλά σε μικρό μέγεθος. Μετά με ανέβασε απάνω στο ατελιέ. Παντού η ίδια ακαταστασία που την ήξερα από το 1956-1959. Ξανακατεβήκαμε πάλι στην κουζίνα και μου έφερε κι άλλα ντοσιέ και με κοιτούσε που τα κοιτούσα. Μου είπε: «Μείνε ακόμα, μη φεύγεις και πηγαινοερχότανε από το δωμάτιο που κοιμόταν, εκεί είχε μια ντουλάπα κλειδωμένη κι από κει κουβαλούσε ντοσιέ, μου τα ακουμπούσε στα πόδια και ξανάφευγε να φέρει κι άλλα. Είδα, θυμάμαι, τα ωραιότερα πορτρέτα που έχω δει από τη δουλειά του Τσαρούχη σε μικρό σχήμα. Προσχέδια. Μιλήσαμε για την εκπομπή της τηλεόρασης, για το βιβλίο με τα ποιήματα. Γελάσαμε. Γέλασε δυνατά κι αληθινά ύστερα από τόσα χρόνια που είχα να τον ακούσω να γελάει.

«Μα είναι τραγικό», είπε, «το γκρέμισμα της πνευματικότητας».
Όχι», είπα, «είναι αστείο. Η κυρία της Κολωνίας η πνευματικότητα που όλο τη στήνουν και όλο γκρεμοτσακίζεται».
Γελούσε πάντα όταν αστειευόμουνα.

Ήρθανε δύο νεαροί. Ο ένας έφερνε μαζί του μια ρεπροντιξιόν. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και του την υπέγραψε. Στη σκάλα, στο διάδρομο στάθηκε σα σε χορευτική position, είπε κάτι, ζήτησε το καπέλο του, το φόρεσε. Τέντωσε το κορμί του και κει κόντρα στο φως φάνηκε εντελώς καλά κι όχι όπως στιγμές στιγμές στην κουζίνα. Εκεί σε μια στιγμή μου είχε μιλήσει για τις αρρώστιές του που τον παιδεύανε –το διαβήτη- και με τα μάτια ίσια μπροστά είχε πει: «καλλίτερη η αυτοκτονία».

Έβρεχε συνέχεια όταν φύγαμε. Ζήτησε το τηλέφωνό μου. Πήγαινε σε μια ηλικιωμένη κυρία να φάνε.

Μετά μια βδομάδα έμαθα πως χειρουργήθηκε στο πρόσωπο. Μετά χειρουργήθηκα κι εγώ.
«Εσύ χειρουργήθηκες ή εγώ;»
«Κι εγώ»
Ήμαστε δύο σαράβαλα. Ζήτησε πάλι το τηλέφωνό μου.

Από ημερολόγιο

Γυρνώντας τις γκαλερί

Αυτή τη φορά δεν θα πήγαινα κατευθείαν στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Θ’ άρχιζα από αλλού για να καταλήξω εκεί. Ποιος να ‘ναι στη Δεξαμενή; Δεν πειράζει, όποιος και να ‘ναι.

Σε μερικούς δρόμους στο Κολωνάκι έχουνε στρωμένες πράσινες μοκέτες. Πατάς δήθεν χλόη και μπαίνεις ν’ αγοράσεις φουστάνι. Ποιος αγοράζει τόσα ρούχα; Σχέδια με σούρες, πιέτες, ανσάμπλ, μονοκόμματα. Κι όταν δεν πουλιούνται; Πού πάνε τόσα ρούχα; Είναι αλήθεια όμως, φοράς ρούχο κι αλλάζεις σχήμα. Μακραίνεις, κονταίνεις, στενεύεις, φαρδαίνεις. Με μια απόχρωση φωτεινή φωτίζεις. Με μια σκούρα σκουραίνεις. Αλλαγή. Το πας τούμπα και είσαι για λίγο ευχαριστημένος.

Ίσα ίσα που χωράει ένα αμάξι ανάμεσα στη μοκέτα και το δρόμο. Επιτέλους σ’ αυτή τη γειτονιά βλέπεις καλοβαλμένους. Πολλές γυναίκες. Δύο δύο μαζί, και άντρες, αλλά περισσότερο γυναίκες. Στη γωνιά πριν από την γκαλερί έσπασε η μεγάλη μαρμάρινη γλάστρα κι άλλες δύο παρατημένες. Ξεραθήκανε και τα σπαράγγια, θα άλλαξε το μαγαζί. Έφυγε αυτός που το φρόντιζε.

Αυτή τη φορά κατεβαίνοντας τη σκάλα δεν πρόσεξα καθόλου το χερούλι. Η πόρτα θα ήταν ανοιχτή. Τα έργα απέναντι ακουμπισμένα χάμω. Σήμερα, απόψε, όχι αύριο έχουν εγκαίνια. Ναι, το είχανε δημοσιεύσει. Ο γνωστός ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Τα έργα του ημερολογίου –όχι όλα- μια βλάχα από τις παλιές.

Μόλις κατέβεις τα σκαλιά αριστερά είναι το πρεβάζι του εξωτερικού παραθύρου, εκεί βάζουνε συνήθως τις αφίσες.

Ένας μερεμέτιζε ένα έργο που έμοιαζε με εικόνα. Είχε γρατζουνιστεί. Αριστερά τα έργα «Οι μήνες». Ήταν κρεμασμένα χαρτιά κολημμένα σε ξύλο χρυσωμένο. Τι χαρτομάνι πάλι είναι αυτό; Μα τις ρεπροντιξιόν θα εκθέσουνε; Πέρασε ένας κύριος μπροστά και τράβηξε πέρα. Ήτανε μια κυρία καμιά σαρανταριά χρονών ξανθιά, με χτένισμα φλου και παλτό ρενάρ γούνα γκρι αρζαντέ.

Από μέσα από ένα δωμάτιο στο βάθος άκουγες μια φωνή χοντρή που πήγαινε κι ερχόταν. Στην ανοιχτή πόρτα βγήκε ο Γιάννης Τσαρούχης με τα χέρια λίγο ψηλά, το μαύρο παλτό. Τα μαλλιά γύρω φωτιζόντουσαν γιατί έπεφτε το φως από πίσω.

Δάκρυα μου ήρθανε στα μάτια. Να πάρει ο διάβολος. Έτσι όπως στα φιλμ , από μακριά ζουμ, γκροπλάν και η αναγνώριση. Του έπιασα το χέρι και μαλακά ακούμπησα τα χείλη μου μ’ αληθινό σεβασμό που αξίζει το χειροφίλημα. Φιλάω το χέρι, όχι το πρόσωπο. Κοιτούσα το πρόσωπό του. Γιατί τόσο γέρος;

«Νόμιζα πως είχα πάρκινσον –τρέμανε τα χέρια μου. Ήτανε όμως γεράματα. Παρ’ όλες τις τρεμούλες δούλεψα πολύ».

Πώς φέρνει το μυαλό όλα τα παλιά και τα κολλάει με τα καινούργια. Εκείνος ο καιρός στη σοφίτα του Συντάγματος. Μετά στην Ευζώνων από τις 8 το πρωί ως τις 7 το βράδυ. Τέσσερα χρόνια.

Ο Γιάννης! Εκεί στην ανοιχτή πόρτα με το μαύρο παλτό, με τα χέρια λίγο ψηλά και τα μαλλιά να φωτίζονται σαν φωτοστέφανο.

Πέρασε το πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας μπροστά, νόστιμο μα σαν ξερή σταφίδα. Άνοιξε μια μικρή πόρτα στο βάθος και μπήκανε με το Γιάννη. Η γυναίκα με τη γούνα έμεινε απέξω. Έσπρωξε και μισάνοιξε. Μα ποια ήταν; Φάνηκε το πρόσωπο του Τσαρούχη μισό. Λέγανε, καυγαδίζανε. Κάποια παρεξήγηση θα υπήρχε. Γνώριμοι ήχοι. Αυτή σα μπασαδούρα κι αυτός άρχιζε χαμηλά και κατέληγε τσιριχτά. Έσπρωχνε αυτή να μπει κι αυτός δεν την άφηνε. Πίεζε την πόρτα να την πατικώσει, να την εξαφανίσει.

Μπροστά μου ήρθανε και κρεμάσανε ένα ταμπλό με περιποιημένη κορνίζα. Ήταν μια μεταξοτυπία που παρίστανε το κεφάλι μιας κοπέλας σε μαύρο φόντο και με ανοίγματα από ροζ κραγιόνι. Ρώτησα τις τιμές. 300 δρχ. το κομμάτι χωρίς κορνίζα. Μου φανήκανε σα νεκρό σώμα. Η κυρία με τη γκρίζα ρενάρ ήρθε προς το τραπέζι με τις αφίσες, πήρε μία χωρίς να πληρώσει και έφυγε.

Ωραία θερμαίνονται οι αίθουσες, έξω έκανε κρύο. Κατεβαίνοντας προς την πλατεία αυτή τη φορά δεν πρόσεχα, ούτε τη σπασμένη γλάστρα είδα ούτε τα φουστάνια στις βιτρίνες. Γυρνάς προς τα μέσα, κλείνεσαι και μόνο αν σου χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο κόρνα ξυπνάς. Πέρασα την πλατεία. Είναι η στροφή. Στριμώχνονται τα αυτοκίνητα ποιος θα πρωτοπεράσει. Από το ‘να πλάι χτίζεται πολυκατοικία. Οι καφετέριες είναι γεμάτες απ’ το πρωί. Τα δέντρα και η πρασινάδα έχουνε μια αναλογία 1 προς 100 ή 1 προς 1000 ή 2000 με τις πολυκατοικίες σε όγκο. Αν το δεις από ψηλά θα είναι σίγουρα σα σβούρα που γυρνάνε γύρω γύρω οι άνθρωποι και τα’ αυτοκίνητα. Μέσα στο κηπάκι λίγα παγκάκια και το ακούνητο άγαλμα, ένα κεφάλι ως τους ώμους χωρίς χέρια πάνω σε βάθρο με σκάλα και σκαλάκια. Σταμάτησα στη γωνία και σκέφτηκα. Αν έκανα ένα γκάλοπ πόσοι ξέρουνε ποιον παριστάνει το άγαλμα; Όχι ποιος το ‘φτιαξε, αυτό πάει πολύ. Ποιος είναι κύριε αυτός ο άσπρος και ακούνητος όταν όλα γυρνάνε με τέτοια φόρα; Αυτός εκεί με τη μαυρισμένη μούρη απ’ το πετρέλαιο, ποιος; Μόνη μου τα λέω μόνη μου τ’ ακούω. Και φτάνω στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Είναι ακόμα η έκθεση Μυταρά και θέλω να την ξαναδώ.

Τη δεύτερη φορά όταν βλέπεις τις αφίσες με τις τυπωμένες ζωγραφιές και τα ονόματα, σου φαίνονται ίδια σαν και τ’ άλλα «Επισκεφθείτε την Ολυμπία», «Επισκεφθείτε το Λουκάρνο». Το ίδιο και οι γκαλερί. Αυτή τη φορά μου φαίνεται σα μαγαζί. Αυτό πριν δω τα έργα κατεβαίνοντας τη σκάλα. Έχει διαδοθεί ήδη η επιτυχία στις εισπράξεις. 3.600.000 δρχ., ο άλλος λέει 6.550.000. Τα έργα είναι ίδια. «Η κυρία με το ωραίο εμπριμέ», «Η λεωφόρος Αθηνών-Λαμίας». Στο δωμάτιο με τις άσπρες πολυθρόνες κάθεται ο καλλιτέχνης και μιλάει μ’ έναν κύριο. Όλη αυτή η αναστάτωση που φαίνεται στα έργα του δεν τον ακουμπάει διόλου κι ευχαριστεί τον κύριο που λέει και ξαναλέει «πολύ ωραία δουλειά!»

Ο κήπος από τη μεγάλη τζαμαρία δεν είναι όπως την προηγούμενη και είναι ο ίδιος κήπος. Άλλος, εκείνο το βράδυ των εγκαινίων φαινόταν μαύρος, με φυτά που μεγαλώνουνε στο σκοτάδι και την υγρασία. Τώρα φαίνεται πολύ διακοσμητικό μέρος του χώρου με ανθισμένα γεράνια και φτέρες. Από τη μια μεριά φαίνεται και μια σκάλα που πάει ψηλά. Έχει σκαλοπάτια με λάμες και το φως πέφτει ρίγες ρίγες, ένα κομμάτι τα’ ουρανού κι αυτό ριγέ και πίσω οι πολυκατοικίες. Στο πιο πίσω δωμάτιο για τις κοπέλες υπαλλήλους τριγύριζαν δυο κυρίες. Η μια πλησίασε την υπάλληλο και ρώτησε «πόσο κοστίζει αυτό το χρωματιστό πουλί;» «και πόσο ο κύριος που καπνίζει;». Της έφτιαξαν ένα προσεγμένο ρολό και πλήρωσε 600 δρχ. για το ένα και 1200 για το άλλο. Οι μεταξοτυπίες με την κυρία με το ωραίο εμπριμέ 5000 δρχ. και η κορνίζα 1500 δρχ. Επίσης και ο κατάλογος για τον καλλιτέχνη 300 δρχ. Μα είναι μαγαζί. Τι θέλεις τώρα κυρία μου και γκρινιάζεις; Ζηλεύεις;