Γιάννης Ρίτσος
Πρωινό άστρο
Σχέδια: Τζένη Δρόσου
Κέδρος, 1982

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ,
Πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τα ‘σμιξες –
καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,
έτσι καθώς με δένεις
μ’ εχτρούς και φίλους
με τα παλιά και τ’ αυριανά
όλα αυριανά
κι όλα για πάντα

Πού ‘ναι ο παλιός γκρεμνός;  – δε βλέπω –
γκρεμνός δεν είναι –
γεφύρι εσύ
κι ούτε γεφύρι,
ζωή.

Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα
εσύ
ανάμεσα στο χτες και τ’ αύριο
εσύ
ανάμεσα στο χώμα και στο φως
εσύ –
η ζωή τραβάει, τραβάει
κι η σιωπή
άκου πώς μιλάει
πώς χαμογελάει.

Έτσι καθώς με φίλιωσες
μ’ εχτρούς και φίλους
οι φλέβες μου μες τα πουλιά
οι ρίζες μου στη θάλασσα
τα φύλλα μου στ’ αστέρια.
Έτσι να κάνω θα διαβώ
με μια μονάχα δρασκελιά
γη κι ουρανό.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ανθίζουν,
δεν ξέρουν γιατί,
ανθίζουν.
Τα λουλούδια δεν νοιάζονται
να γίνουν καρποί,
γίνονται καρποί.
Κι εγώ τραγουδάω,
δεν ξέρω γιατί,
τραγουδάω.

Έχω ένα κοριτσάκι
έχω ένα κοριτσάκι.
Είμαι ένα δέντρο μες τη μέση τα’ ουρανού.

Σ’ ένα μαξιλάρι – φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Όλη η πλάση
στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει απ’ το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου
που κοιμήθηκε.

Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάζει το παιδί μου
που κοιμήθηκε.

Σιγά μανούλα,
σιγά.
Θα το ξυπνήσεις.

Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.
Τι αγέρα που φέρνει
έτσι που ανοιγοκλείνεις
τα
ματόκλαδά σου
θαμπωμένη
απ’ το φεγγάρι της χαράς.

Σιγά.
Σιγά.

Το παιδί μου κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω.

ΑΝΟΙΓΕΙΣ τα ματόφυλλα
κι ανοίγει ένα παράθυρο
κι ένα άλλο
κι άλλο.
Όλα τα παράθυρα του κόσμου
ανοιχτά.
Στα τζάμια του παράθυρου
δυό στενόμακροι ουρανοί
ένας κήπος
κι οχτώ σπουργίτια
παίζοντας ένα τόπι φως
κι οι αντιφεγγιές του παίζοντας
στο πρόσωπό σου.

 

Μια κίνηση
του τρυφερού σου χεριού
έσβησε μεμιάς όλο το μαύρο.

Καθώς κλωτσάς τον αέρα
με τ’ άστρα – ποδαράκια
κρύβονται οι σκιές
κρύβεται ο πόλεμος
κάτω απ’ τα γαλανά σου παπουτσάκια.

Έτσι παιδί που μ’ έκανες, παιδί μου,
πώς θα τα βγάλω πέρα με τους ίσκιους
που στέκουν και παραμονεύουν
πίσω από τ’ ανθισμένο σου χαμόγελο;
Έτσι παιδί που μ’ έκανες, παιδί μου,
πώς θα σου φέρω
ψωμί και γάλα και βιβλία;

Άνοιξε ένα πέρασμα
ανάμεσα στ’ αστέρια σου
και στα λουλούδια σου
να βγω στο δρόμο.
Το βραδάκι θα γυρίσει
πιο καλός και πιο όμορφος
ο πατέρας σου.

ΠΩΣ μίκρυνες τον κόσμο κοριτσάκι –

Ένα παιδάκι
τέσσερις τοίχοι
ένα κρεβάτι
ένα καροτσάκι
μια κουνουπιέρα τούλινο καραβάκι –
τραβάω, τραβάω – πού πάω;
μες στο μεταξωτό αγεράκι.

Πώς φάρδυνες τον κόσμο, κοριτσάκι –

Τέσσερις τοίχοι:
τέσσερα φεγγάρια
στις τέσσερις γωνιές του κόσμου,
ένα κρεβάτι:
ένα καράβι
σ’ όλες τις θάλασσες.

Ένα παιδάκι:
χίλια παιδάκια,
όλου του κόσμου τα παιδάκια.

Ένα καροτσάκι
τέσσερις Απρίληδες το σέρνουν
στο στρατί στρατί του γαλαξία,
τέσσερις Απρίληδες με σέρνουν
μες στον ουρανό.

Μια κουνουπιέρα
τούλινο καραβάκι,
οι ανάσες των πουλιών, των αστεριών
παίρνουν το καραβάκι
καταμεσής στον ουρανό
καταμεσής στον ωκεανό
– πού πάμε, κοριτσάκι;

Μεγάλος που ‘ναι ο κόσμος,
μεγάλος, τι μεγάλος –