Γιάννης Ρίτσος
Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα
Σχέδια: Τζένη Δρόσου
Κέδρος, 1978

«Διαβάζω την “Πυγολαμπίδα” συνεχώς εδώ κι ένα χρόνο. Μόλις έπιασα ν’ αρχίσω, αντί να πηγαίνω με το κείμενο, όλο κόντρα τραβάω. μετά έδωσα μια και γύρισα ανάποδα. βρέθηκα στο παλιό μας σπίτι στο Στάδιο, μετά στον κήπο. Τα τεχνητά νερά, τα πουλιά και τα ζώα στα κλουβιά και προπαντός τα ψηλά δέντρα. Από την άλλη μέρα μέχρι το Σεπτέμβρη, με τις πρώτες βροχές, τα σχέδια είχαν συμπληρωθεί»

Από τον κατάλογο της έκθεσης στις Νέες Μορφές το χειμώνα του 1982

 

ΞΕΡΕΙΣ εκείνες τις μικρές φωνές που ανεβαίνουν απ’ την καρδιά
των σπόρων ως τα όνειρα των προβάτων και των πουλιών;

Τότε τα πουλιά  χώνουνε το κεφάλι στη ζεστή φτερούγα τους και
μαθαίνουν τ’ αυριανά τους τραγούδια.

Το βράδυ έπεφτε μαλακό στους αγρούς έτσι όπως η μητέρα ρίχνει
το λάδι στο λύχνο.

Οι γυναίκες καθισμένες μπροστά στ’ ανοιγμένα κατώφλια, απο-
κοίμιζαν τα βρέφη τους κι ο ουρανός άνθιζε πάνου απ’ τον
ύπνο των παιδιών.

ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΑΣ δεν είχαμε τη γεύση της πικροδάφνης.

Στα μαλλιά μας δεν είχαμε τη σκόνη του χωρισμού.

Δεν είχαμε στη μνήμη στάχτη.

Δε ρωτούσαμε: “Ο Χριστός ή ο Διόνυσος;” (όπως έγραφε κάπου
ένα βιβλίο που το διαβάσαμε ύστερα από χρόνια, με κάτι
τόσα δα ψηφιά, σαν πόδια ψύλλου).

Ο δικός μας Χριστός είχε περασμένα στ’ αυτιά του τσαμπιά στα-
φύλια.

Η στρωμνή μας πάνου στο λιακωτό που λιάζαν τη
μαύρη σταφίδα.

Κάτου στον κάμπο τα κουδούνια, οι γρύλοι, τα ποτάμια.

Βύθιζα τη ματιά στο γαλαξία, έτσι καθώς βουτάμε το δάχτυλο σ’
ένα βάζο γιομάτο μέλι.

Δεν είχα φόβο.

Η καρδιά μας τρεμούλιαζε στην άκρη των φύλλων – μια σταγόνα
δροσιάς που καθρεφτίζει ακέριο το μεγάλο ουρανό.

Δεν μας έλειπε τίποτα.

Οι γρύλοι ροκάνιζαν τις χρυσές φράουλες των άστρων.

Και μέσ’ απ’ τα φύλλα της κληματαριάς μας κοίταζαν γλυκά τα
γαλανά μάτια του Θεού.

ΠΟΙΟΣ ήρθε και στάθηκε ανάμεσα σε μας και στα πράγματα;
Ποιος μας χώρισε απ’ τα κρίνα του αγρού και τα πουλιά;
Τι φταίξαμε, Ρηνούλα;

Κάθεσαι κάτου απ’ το παλιό πλατάνι μας και κλαις.

Εγώ σου τραγουδάω με τη σιωπή και δε μ’ ακούς.

Ακούς το κλάμα σου και κλαις, μα εγώ, Ρηνούλα, δεν μπορώ να
κλάψω. Συχώρεσέ με που δεν κλαίω.

Εκείνος που ‘μαθε να τραγουδάει ξέχασε να κλαίει.

Πάρνηθα, 1937