Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Σχέδια: Τζένη Δρόσου
Κέδρος, 1979

σ. 18

Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της
αυγής γίνηκε η μνήμη σου μόλις  βγήκε το πράσινο  φύλλο.

Θυμάσαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά με-
γάλα μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγρο-
τικών εικόνων: τη  σμαραγδένια  λεκάνη του κάμπου, τη μι-
κρή εκκλησίτσα με τα κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των
περιστεριών πάνου απ’ το δάσος, τις θερίστρες με τα δεμά-
τια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια.

Δεν  ήξερες  την  αρχιτεκτονική  των  τριαντάφυλλων,  μήτε  τον
τρόπο που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.

Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες
και τα κορίτσια.

Άνοιγαν  τότε  μικρά  παράθυρα  και  σκύβαν  τα  περβάζια  οι
μαργαρίτες  να  χαιρετήσουν  την  αυγή  που  πέρναγε  στο
δρόμο χωρίς φορτίο σκιάς και θύμησης.

Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζον-
τας το καπέλο, κ’ έλεγες  μόνο στα λουλούδια  «ευχαριστώ»
κάθε φορά που δε σ’ ακουγε κανένας.

Ύστερα  βιάστηκες  πολύ να  μεγαλώσεις,  να  φορέσεις  μακριά
παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευ-
χαριστώ», να  χτίσεις  ένα  τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια
λυπημένη αχτίνα στην άδεια κάμαρα της ευωδιάς.

Τώρα  ζητάς  να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαρι-
στώ» που τόσα χρόνια ζήταγες να το ξεχάσεις.

σ. 34

ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΜΕ, αυτή την ώρα, τα βιβλία με τους λιγνούς καλόγε-
ρους των στίχων.

Δεν αγαπάμε τα ξαδέρφια μας που ‘ρθαν απ’ την πρωτεύουσα και
φοράνε διπλές φανέλες κι όλη την ώρα συναχώνονται.

Περπατάμε ξυπόλητοι στο  ζεστό χώμα, γδυνόμαστε κάτου απ’ τα
πλατάνια και παλεύουμε, παίζουμε  πετροπόλεμο, αμολάμε
χαρταϊτούς και λουζόμαστε στο ποτάμι  μαζί με τα κοτσύφια
και τις πέρδικες.

Έχουμε  κρύψει  στη  σάκα  του  σχολείου  ένα  κουτί  χρυσόμυγες
και τις ακούμε να βουίζουν στο μάθημα της αριθμητικής.

Μήτε στιγμή δε μένουμε στο σπίτι.

….

σ. 42

ΤΙ ΔΥΝΑΤΑ που κουβεντιάζουν τα πουλιά όταν κοιμούνται.
Μοιάζουν  με τα μικρά  παιδιά που ολονυχτίς παραμιλάνε λέγον-
τας το τραγουδάκι τους, που θ’ απαγγείλουνε στις εξετάσεις.

Εμείς δεν  κοιμόμαστε,  κι  ακούμε  τα  τραγούδια  μας  που βουί-
ζουν  σα  μελίσσια  γύρω  στα  χαμομήλια  των  άστρων  και
γύρω στην καρδιά μας.

Οι μεγάλοι μας λένε: τεμπέληδες.

Μα  εμείς  ξέρουμε από  δουλειά  και  καθόμαστε ξύπνιοι  ως την
αυγή  δουλεύοντας  στο  μεγάλο  γαλάζιο χωράφι για να μη
λείψει  ο  κήπος  του ήλιου  πάνου απ’ τους κήπους των αν-
θρώπων.

σ. 56

ΕΪ, ΜΗΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ. Το μεσημέρι σαν ξυπόλητο παιδί με πρόσωπο
ιδρωμένο,  μ’ αχτένιστα  χρυσά  μαλλιά και με μια φυσαρμό-
νικα  στο  στόμα, στέκεται  κάτου  απ’  τα  παράθυρα  και  σε
φωνάζει.

Παράτα την άρρωστη μάνα σου.

Ξεγέλασε τον  παράξενο  παππού  σου  που όλη την ώρα ξύνει τη
φαλάκρα του και παραπονιέται για τις μύγες.

Πήδα  λοιπόν, απ’ το  παράθυρο κ’ έλα  να κυνηγήσουμε ορτύκια.

Ο  μόρτης  ήλιος  αγκαλιάζει  την  άνοιξη  κάτου  απ’ τα  δέντρα κ’
εμείς αγκαλιάζουμε τα δέντρα.

Τα  περιστέρια  παίζουνε  πλάι  στο  ποτάμι, πηδάει το ένα πάνου
στη  ράχη  του  αλλουνού, κ’  έτσι  δυο δυο  περπατάνε  στην
όχθη  παραπέφτοντας  σα  να  ζητάνε  να  ψηλώσουν  για  να
δουν πιο πέρα τι γίνεται αύριο.

Αύριο είναι  τα  γενέθλια  του  ήλιου κι ο ήλιος έχει τα χρόνια μας.

Εδώ που  φτάνουμε άκρη  άκρη στ’ όνειρό μας, γιορτάζουμε  μαζί
με τον ήλιο την ίδια μέρα – κάθε μέρα.

σ. 66

ΤΩΡΑ έχουν κλείσει τα σχολεία. Έχουμε καλοκαίρι.

Μαζεύουμε λουλούδια και τζιτζίκια και γεμίζουμε το γραφείο
του πατέρα και τα τραπέζια όπου σκύβαμε τις νύχτες του
χειμώνα διαβάζοντας λατινικά.

Αντί για αλάτι ρίχνουμε κρυφά δυο φούχτες ήλιο και φαΐ που
μαγερεύει η μάνα μας.

Το μεσημέρι δε θα φάει κανένας.

Μέσα στα πιάτα θα γυαλίζει ο ήλιος.

Ο πατέρας θα ‘ναι σοβαρός.

Η μητέρα λυπημένη.

Εμείς θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα.

Θα κοιτάμε απ’ το παράθυρο τον ήλιο και θα κρυφογελάμε.

Εμείς θα φάμε το φαΐ μας.

Κι όταν έρθει μεθαύριο ο χειμώνας, ακόμα ο ήλιος θα φέγγει
στην καρδιά μας.

σ. 70

ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματά μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα.

Τώρα, δυο λουλούδια και δυο αχτίνες δεν κάνουν τέσσερα – κά-
νουν την ψυχή μας.

Κ’ ένα  τριαντάφυλλο  και  μια  πεταλούδα  δεν κάνουν δυο – κά-
νουν ένα Θεό.

Κ’ ένας Θεός κάνει όλα.

Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;

Ο δάσκαλος δεν ξέρει.

Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.

Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.