Η πρώτη συμμετοχή μου σε έκθεση έγινε το 1959. Είχα αποχωρήσει από τη θητεία μου στη συντροφιά «Γιάννη Τσαρούχη». Είναι αλήθεια είχα μάθει πολλά παρόλο που δεν μου έκανε αυτό που λέμε μάθημα. Από αυτή την έκθεση στο Ζυγό, ένα υπόγειο στη Βουκουρεστίου, έχω κρατήσει μια κριτική της Ελένης Βακαλό. Μπορείς να διαβάσεις ονόματα ζωγράφων που καθιερώθηκαν τα επόμενα χρόνια. Ο Αλέκος Φασιανός φιλοτέχνησε τη μακέτα του καταλόγου και πήρε το πρώτο βραβείο. Μ’ άρεσαν πολύ τα έργα του. Με ξάφνιασαν. Ήταν μια διαφορετική ζωγραφική. Εγώ πήρα μέρος με δύο έργα.

Ήμουνα ελαφρώς χαμένη μετά την τετράχρονη θητεία μου στον Τσαρούχη.

Είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο στην Καισαριανή και είχα στήσει ένα μικρό καβαλέτο και ώρες καθόμουνα κοιτώντας τον άδειο καμβά. Ένα παιδί από τα τέσσερα της σπιτονοικοκυράς μου με λίγα χρήματα κάθισε και μου πόζαρε γυμνό. Έστειλα ένα από τα έργα που είχα κάνει και το πορτρέτο ενός μικρού κοριτσιού. Πέρασαν από επιτροπή και εγκρίθηκαν.

Η έκθεση μεταφέρθηκε το καλοκαίρι σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο. Όταν με ειδοποίησαν να πάω να τα πάρω, το μικρό έργο με το αγόρι είχε μια τρύπα από ατύχημα. Μου έδωσαν 500 δραχμές. Αυτά ήταν και τα πρώτα χρήματα που πήρα από τη δουλειά μου στη ζωγραφική.

Μέχρι το 1965 δούλευα καθημερινά με ωράριο. Έκανα περισσότερο αντιγραφές από βιβλία. Ματίς, Σεζάν, Καραγκιόζη αλλά προτιμούσα τα αρχαία αγγεία και τις γραμμικές ζωγραφιές τους. Επίσης επιχειρούσα να κάνω έργα που θα μπορούσα να πουλήσω. Νεκρές φύσεις, λουλούδια σε βάζο. Ποτέ βέβαια δεν πούλησα τίποτα. Τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι μου ο ζωγράφος Τάκης Σιδέρης και μου είπε πως έμαθε ότι ζωγραφίζω κι αν ήθελα να πάρω μέρος σε μια έκθεση που έκαναν καισαριανιώτες ζωγράφοι. Πήρα μέρος με δύο έργα. Το ένα το αγόρασε κάποιος γείτονάς μου. Όταν μετά πολλά χρόνια το είδα σπίτι του, μου άρεσε. Έλεγε ακριβώς πώς αισθανόμουνα εκείνο τον καιρό. Ο χορός του άσπρου ή των ημερών της αγωνίας που περνούσα χωρίς την τσαρουχική κάλυψη. Μετά οργανώθηκε και δεύτερη έκθεση με περισσότερους καλλιτέχνες. Κρατούσα πάντα σημειώσεις ή έκανα βιαστικά σχέδια.

Ο Μάριος Χάκκας, ο Τάκης Σιδέρης και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι έκαναν προσπάθειες να δημιουργήσουν στην Καισαριανή ένα πολιτιστικό κέντρο. Αυτό στεγάστηκε σε διάφορους χώρους μέχρι να χρησιμοποιηθεί τελικά ο πρώην κινηματογράφος ΕΚΛΕΡ. Θέατρο, προβολές ταινιών, μουσική. Το ονόμασαν ΦΕΝ – Φιλοπροοδευτική Ένωση Νέων. Με το θάνατο του Μάριου Χάκκα και τη δικτατορία όλα αυτά σταμάτησαν. Ο δήμος μετά, όπως και οι περισσότεροι δήμοι, οργάνωσε ένα νέο πνευματικό κέντρο. Δούλεψα για αρκετά χρόνια σα ζωγράφος σε μικρά παιδιά.

Πρώτη ατομική έκθεση

1976, Γκαλερί «Νέες Μορφές»

Έργα εμπνευσμένα από τις συναντήσεις με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο και μια σειρά μικρών έργων « Ένα ποτήρι γυάλινο με λίγο νερό και μ’ ένα μόνο κλαδάκι ανθισμένο».

 

Η δεκαετία του 1970

Το 1976 επισκέφτηκα τις Νέες Μορφές και ζήτησα να δω τη Τζούλια Δημακοπούλου. Είχα μαζί μου σλάιντς της δουλειά μου. Την παρακάλεσα να τα δει και να μου απαντήσει αν μπορούσα να κάνω μια έκθεση στη γκαλερί και πότε. Ύστερα από μια βδομάδα μου απάντησε πως της άρεσε η δουλειά μου και είχε ένα κενό διάστημα δεκαέξι ημερών που μπορούσα να κάνω έκθεση.

Είχα ήδη συνεργαστεί από τις αρχές του 1970 με τον εκδοτικό οίκο Κέδρο που τότε εκδότριά του ήταν η αξέχαστη Νανά Καλιανέση και είχα κάνει την εικονογράφηση της Γκρινιάρας κατσίκας −εκλογή παραμυθιών του Αλέξη Τολστόη− σε μεταγλώττιση του Γιάννη Ρίτσου, και τελείωνα το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα, επίσης του Ρίτσου. Στο δίφυλλο κατάλογο ο φίλος ζωγράφος Τάκης Σιδέρης μιλάει για μένα.

Σ’ ένα ντοσιέ που συνηθίζω να συγκεντρώνω την εργασία μου και το ονομάζω «Οι μέρες του 1970» κρατάω ημερολόγιο εκείνων των ημερών της συνεργασίας μου με τον ποιητή. Τον επισκέπτομαι συχνά. Με το τρένο κατεβαίνω στη στάση Άγιος Νικόλαος, αμέσως κάτω είναι η οδός Κόρακα. Πάντα πάω με μία ανθοδέσμη με μυριστικά λουλούδια –έργο διαδρομή από το σπίτι μου στο σπίτι του ποιητή–. Είναι ένα διαμέρισμα στον τρίτο ή τέταρτο όροφο, δεν θυμάμαι. Χτυπάω το κουδούνι και περιμένω να μ’ ανοίξει. Μου δίνει ένα φιλί και περνάω σ’ ένα πολύ μικρό και σκοτεινό χολ. Βιβλία, έργα στους τοίχους. Στο βάθος ένα φωτισμένο δωμάτιο από κάποια μπαλκονόπορτα, ίσως η κρεβατοκάμαρα. Αριστερά ένα μικρό καθιστικό. Στο δωμάτιο βασιλεύει απόλυτη τάξη. Ξεδιπλώνει το χαρτί των λουλουδιών και πηγαίνει να τα ταχτοποιήσει στην κουζίνα. Γυρίζει με το βάζο που παίρνει πάντα την ίδια θέση σ’ ένα μικρό χαμηλό τραπέζι με ταχτικά τοποθετημένα αντικείμενα κι ένα τασάκι. Καμιά ακαταστασία. Ακουμπισμένο σ’ ένα χαμηλό τοίχο ένα ντιβάνι κι απάνω στην πλάτη του ντιβανιού βότσαλα της παραλίας των Αγίων Αποστόλων που ζωγράφιζε. Στον τοίχο ένα έργο του Γιάννη Τσαρούχη. Αυτό το ήξερα καλά. Εγώ είχα μπαλώσει τα γόνατα τότε στο ατελιέ του Συντάγματος.

Μου ορίζει ορισμένη ώρα, συνήθως στις 12 το μεσημέρι, είναι απόλυτα τυπικός στην ώρα. Από το σπίτι μας στην Καισαριανή στην Ομόνοια. Παίρνω το τραίνο προς Κηφισιά, κατεβαίνω στη στάση Άγιος Νικόλαος και αμέσως ίσια κάτω η οδός Κόρακα. Είναι μια πολυκατοικία αριστερά κι ακριβώς απέναντι ένα σχολείο. Το θυμάμαι γιατί συχνά στα διαλείμματα ακουγόταν μια ξαφνική βουή από τα παιδιά που χυμούσαν στην αυλή.

Θυμάμαι μια φορά που μου είπε «Ένας ποιητής ίσως να προτιμούσε ν’ αντικρίζει μια θάλασσα, αλλά και αυτή η βουή των φωνών είναι σα μουσική που σε ξυπνάει».

Αυτά όλα τα διηγούμαι σαν ένα είδος προλόγου για τα έργα μου εκείνης της εποχής. Τα περισσότερα αφορούν τη σχέση μου με τον ποιητή.

Ένα απόγευμα πηγαίνοντας να τον συναντήσω είδα στην πολυθρόνα που συνήθως καθόμουν εγώ μια κυρία. «Η Μέλπω Αξιώτη» μου τη σύστησε ο Γιάννης Ρίτσος. Ήτανε μια επιβλητική παρουσία. Σα βασίλισσα μου φάνηκε καθώς με χαιρέτισε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Όταν πέθανε πήγα στην κηδεία της. Γυρίζοντας σπίτι ζωγράφισα το έργο «Η κηδεία της Μέλπως Αξιώτη στο νεκροταφείο του Ζωγράφου».  Ήταν ένα πολύ ζεστό μεσημέρι κατακίτρινο. Καθώς ανέβαινα την ανηφόρα έβλεπα από μακριά την τελετή, τον κόσμο, τα στεφάνια. Κάτω αριστερά στις παρυφές του Υμηττού χτιζόταν μια πολυκατοικία. Ακριβώς την ώρα που κατέβαζαν το φέρετρο ένα καμιόνι άδειασε ένα φορτίο κοτρώνες. Σηκώθηκε βοή κι ένα σύννεφο άσπρης σκόνης. Αυτά κι άλλα προσπάθησα να πω μ’ αυτό το έργο.

Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1970 συναντιόμαστε στους Αγίους Αποστόλους. Ήτανε πέντε χιλιόμετρα προς το Βλαστό η πολυκατοικία που τον φιλοξενούσαν οι φίλοι του, χορευτές παλιότερα της Λυρικής, Μιράντα Βούλγαρη και ο άντρας της. Συναντιόμαστε και περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας. Μετά, στις σημειώσεις μου έκανα σχεδιάκια και την άλλη μέρα μικρά ρυθμικά έργα. Τα έλεγα «Η μυθολογία της ημέρας».

Συνήθως καθόμαστε αντικριστά. Αυτός μιλούσε, εγώ άκουγα. Μετά ζωγράφιζα ή κρατούσα σημειώσεις, όπως το έργο « Από το σπίτι μου στην οδό Κόρακα» ή το άλλο με το κίτρινο καπέλο και το Φοίνικα στο κεφάλι. Τα καλοκαίρια έκανα τα πέντε χιλιόμετρα που μας χώριζαν. Εγώ ερχόμουν στο σπίτι του πατέρα μου στου Αγίους Αποστόλους και ο Γιάννης Ρίτσος έμενε με τους φίλους του, τη Μιράντα Βούλγαρη και τον άνδρα της που κάποτε ήταν δάσκαλός μας στο σπουδαστήριο του Βασίλη Ρώτα.

Περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας (έργο σε μια μικρή ημερήσια εκδρομή) και μου μιλούσε για τα ταξίδια εκείνης της εποχής στη Βουλγαρία, τη Ρωσία, για τα βραβεία του. Κι εγώ προσπαθούσα να διώξω ένα πλήθος μικρά μυγάκια που στριφογύριζαν πίσω απ’ την πλάτη του.

Ο Γιάννης Ρίτσος είχε μια περίεργη ακτινοβολία, σχεδόν τον έβλεπα να λάμπει καθώς μιλούσε.

Αυτά και μια σειρά μικρών έργων, Ένα ποτήρι γυάλινο με λίγο νερό και μ’ ένα μόνο κλαδάκι ανθισμένο, ήταν το θέμα των έργων που έδειξα σ’ αυτή την πρώτη ατομική μου έκθεση το 1976.

Η γνωριμία μου με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο είναι καθοριστική. Ο θαυμασμός μου εικονίζεται στο έργο Η γυναίκα με τον φοίνικα και το πλατύγυρο καπέλο που ακουμπάει σ’ ένα νεοκλασικό χτίριο. Αυτό το έργο όπως και πολλά άλλα γινόντουσαν μόνα τους. Πήγαινα συνήθως απόγευμα αφού είχα τηλεφωνήσει μια ορισμένη ώρα μετά τις 12.00. Ποτέ δε μου ζήτησε να δει τα σχέδια ή τις ζωγραφιές που έκανα για τα βιβλία του κι αν ακόμα είχα τις αντιρρήσεις μου για το αν ο καλλιτέχνης πρέπει να βασανιστεί ανεβαίνοντας το βουνό να φωτίσει με τον ήλιο τον κόσμο. Εγώ ήμουνα παιδί του πολέμου και σκεφτόμουνα «Ο κόσμος! Ασ’ τον να κουρεύεται». Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποιητικό αυτό έργο μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στη Μονεμβασιά. Εγώ αποφάσισα να μιλήσω για τα δικά μου παιδικά χρόνια. Η εξοχή μας αντί για ποτάμια με καλαμιές ήταν ο Εθνικός Κήπος στο Ζάππειο κι ούτε μοσχαράκια ούτε ποτάμια με καλαμιές. Μικρές λίμνες με χρυσόψαρα και ζώα στα κλουβιά. Έμενα πολλές φορές περισσότερο από μια ώρα. Μου μιλούσε και άκουγα. Σε μια στιγμή σηκωνόταν και πήγαινε στην κουζίνα. Γύριζε μ’ ένα μικρό ασημένιο δισκάκι μ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι με νερό κι ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού. «Μου το έστειλε η γυναίκα μου από τη Σάμο». Συκαλάκι γλυκό. Άλλες φορές έφερνε ένα βιβλίο ή φωτογραφίες που του είχαν τραβήξει διάφοροι φωτογράφοι ή από ταξίδια και βραβεία που είχε πάρει. Μια φορά κουβάλησε κυριολεκτικά ένα τεράστιο βιβλίο σχεδόν μισό μέτρο και βαρύ. Γέλασα. Το ίδιο κι αυτός. Όταν πέθανε ο Τάσος Λειβαδίτης μου διάβασε το ποίημα που είχε γράψει. Ήρθε στα εγκαίνια της έκθεσής μου. Ασφαλώς θα κατάλαβε πως σε πολλές ζωγραφιές μιλούσα γι’ αυτόν. Δεν μου είπε τίποτα.

Καμιά φορά, ήθελα να ακούσω τη γνώμη του για τις εικονογραφήσεις μου στην ποίησή του. Ποτέ δε με εμπόδιζε σε κάτι. Κι όταν ακόμα για κάτι είχα την αντίθετη άποψη.

Δε συμφωνούσα πως πρέπει ο καλλιτέχνης να βασανιστεί για να σκαρφαλώσει στο βουνό, για να φωτίσει μαζί με τον ήλιο τον Κόσμο. Προτίμησα να του βάλω στο τέλος την Πυγολαμπίδα που φωτίζει τον κόσμο, να κάθεται κάτω από ένα δένδρο και να παίζει τη φλογέρα του. Ο Κόσμος! Σκεφτόμουνα μόνη μου, είχα περάσει έναν Παγκόσμιο Πόλεμο παιδί. Τον Κόσμο! Σκεφτόμουν. «Ασ’ τον να κουρεύεται».

 

Ατομική έκθεση

Νέες Μορφές, 1982

  • Κύθηρα, Χώρα, Τοπία, 1980
  • Κύθηρα, Ποταμός, Γκρίζα ερωτικά, 1981
  • Σειρά Κουτάκια κουτάκια
  • Σχέδια από τις εικονογραφήσεις βιβλίων Γιάννη Ρίτσου Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα
  • Εικονογράφηση των τραγουδιών Πιρπιρούνα της Δόμνας Σαμίου

Μετατόπιση

Από τις σκιές της μέρας έρχεται η νύχτα

Κύθηρα 1980

Η συζήτηση στο αυτοκίνητο

Είναι ωραία η μαλακιά καμπύλη γραμμή που κάνει το σαγόνι του άντρα που μιλάει, οδηγεί το αυτοκίνητο, βλέπει μπροστά, γιατί ο δρόμος είναι γεμάτος πέτρες, κοτρώνια. Γύρω στρογγυλοί λόφοι. Σα μήλα κομμένα στη μέση και ακουμπισμένα ανάποδα. Το μέτωπο στρογγυλό και μετά η μύτη, το στόμα.

«Ήτανε παρδαλή, μια σκρόφα. Κι αυτός θα είχε πολλά λεφτά αλλά τους τα έτρωγε εκείνος ο μικρός. Εκείνος ο ταξιτζής ο ρουφιάνος. Παλιοπούστης σου λέω».

Τα λόγια γίνονται αναπνοή που φεύγει από το παράθυρο, μένουνε μόνο οι γραμμές που αλλάζουν θέση με την ομιλία. Το σαγόνι γίνεται σαν ορθή γωνία, η καμπύλη του μετώπου σπάει και χωρίζεται σε ρηχά αυλάκια. Η μύτη φουσκώνει και το ρουθούνι το ένα που βλέπω έχει γίνει σαν μικρή οβάλ αχιβάδα.

Τώρα στο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου πήγανε οι στρογγυλοί λόφοι. Μπροστά τα καμμένα. Γκρίζες πέτρες, καπνιά, κατακόκκινα σκίνα κι ελιές κίτρινες. Ώχρα με άσπρο μες τη μαυρίλα και στις καρβουνήθρες.

 

Η άλλη συνάντηση

Κράτησε για μια στιγμή. Το βλέμμα πέρασε από τα μαύρα στίγματα που προχωρούσανε οριζόντια πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στα χρωματιστά πρόσωπα των δυο κοριτσιών. Στάθηκα και ρώτησα αν μπορούν να ζωγραφιστούν. Μαλλιά, μάτια, μάγουλα, δόντια. «Όχι τώρα, αργότερα».

Και πάλι ο ελαφρός ήχος του μολυβιού και οι οριζόντιες γραμμές πάνω στο άσπρο χαρτί.

“Φέτο στα Κύθηρα. Ξαναδιαβάζω το ποίημα. Κάθε φορά τα μάτια μου γυρνάνε στον ορίζοντα. Αυτή η γραμμή που στολίζεται από κάθετες και καμπύλες καμπαναριών μ’ ενδιαφέρει.

Φτιάχνω μικρά τοπία, συνήθως το ‘να πάνω στ’ άλλο. Με βοηθάει στη σύνθεση αυτή η παραδοχή του ψεύτικου”.

Από τον κατάλογο της έκθεσης

Οι σφίγγες

Σφίγγες πετάνε γύρω. Έχουνε πόδια και κεραίες με χνουδωτά μαλλιά και τα φτερά τους πεταρίζουνε που δεν τα βλέπεις παρά σαν ένα σχήμα στρογγυλό που μοιάζει με νερό σε δίνη. Έρχονται απάνω στο χέρι ή στο μπράτσο ή στα μαλλιά και πάνε στρογγυλά σα σβούρες και το χνούδι τους σε χαϊδεύει, σ’ αγγίζει μαλακά, πολύ διαφορετικά από τις μύγες.

Και χαίρεσαι που αφήνεις άφοβα και σ’ ακουμπάνε, αλλιώτικα ο φόβος θα τις έκανε να σε κεντρίσουν.

Από τα ημερολόγια του 1982

Το βράδυ στην ταβέρνα στα Μυτάτα

Τρίτη 14.9.1982

Μετέωροι στη βεράντα με το ξύλινο μπαλκόνι. Μπροστά το σκοτάδι. Η γυναίκα του μαγαζιού πότε με τα χέρια σταυρωμένα, πότε γερτή πλάι. Ο άντρας της με τα πόδια ανοιχτά, μετά πλησίασε κοντά στο τραπέζι μας να πιεί μαζί μας. Είχαμε παρέα και τον ταξιτζή που μας είχε μεταφέρει. Τον ξέρανε όλοι με το παρανόμι Ταρζάν. Ο Ταρζάν ήτανε σχεδόν μεθυσμένος, έπινε απ’ το πρωί. Ήτανε πρώην αντιστασιακός και επιτέλους ο Παπαντρέου αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση. Σήμερα είχε δημοσιευτεί. Σήκωσε το χέρι του ψηλά και ξεφώνησε: «Ζήτω η Εθνική Αντίσταση». «Θα τον φέρουμε τον ήλιο» τραγούδησε κι ένας νεαρός δικαστικός που ήταν στην παρέα.

Ευτυχώς παρόλο το μεθύσι του ο Ταρζάν μας γύρισε σώους.

Από ημερολόγια του 1983

30.10.1983

Άρχισα το βιβλίο του Γ. Ρίτσου Τα παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού. Τέλειωσα μια μεγάλη ταινία του καθηγητή Μπάλα που την πρόβαλε στο συνέδριο Αγγειοχειρουργικής. Πήρα μέρος σε μια έκθεση στη γκαλερί Συλλογή που οργάνωσε ο τεχνοκρίτης Αυδάκης «Ναΐφ ζωγραφική», αλλά δεν νομίζω πως ανήκω στους ναΐφ. Αγοράστηκαν τα δύο έργα που είχα δώσει στις Νέες Μορφές, «Μνημόσυνο αγωνιστών που τους σκότωσαν οι γερμανοτσολιάδες στο μεγάλο ντου του καλοκαιριού του 1944 στην Καισαριανή». Τα είδα μετά στο σπίτι του αγοραστή, τα είχαν κρεμάσει κοντά στο ταβάνι. Ένα τοπίο του Μπαχαριάν που είχανε κερδίσει σε μια λοταρία συνεστίασης, όπως μου είπαν, στόλιζε το σημαντικότερο τοίχο. Η ζωγραφική μου δεν έχει τα δεδομένα μιας ορισμένης αισθητικής. Πρέπει να την προσέξεις με συμπάθεια για να σου ανοιχτεί. Αλλιώτικα κρατάει το μυστικό που της εμπιστεύτηκα και μάλλον κάνει πως αδιαφορεί.

 

Σάββατο 19 Νοέμβρη 1983

Κάνω μαθήματα ζωγραφικής στα παιδιά του Πνευματικού Κέντρου Καισαριανής. Το Σάββατο μαζεύονται πολλά παιδιά για το μάθημα. Κάνανε φασαρία. Μιλούσαν διαρκώς. Με φώναζαν συνέχεια κυρία κυρία. «Κηδεία», τους λέω «να με λέτε. Πάψτε». Κάνουμε μάθημα στο δωμάτιο με το πιάνο. Δεν υπάρχει τραπέζι, μόνο καρέκλες κι ένας πάγκος. Και πού να ζωγραφίσουν, στα πόδια τους; Λένε «θα πάρουμε τραπέζι». Υπομονή.

Τους είχα δώσει ένα θέμα. Μου έδωσαν τα χαρτιά. Σαχλαμάρες, αντιγραφές Μίκυ Μάους. Τα περισσότερα παιδιά είναι 7-8 χρονών, μερικά 13-14. Ένα μεγαλύτερο αγόρι είναι πολύ σιωπηλό. Έφερε πολλές αντιγραφές από ζωγραφιές βιβλίων ιστορίας. Αρχαίους και τον Κόμη Μοντεχρήστο. Το εκτίμησα ιδιαιτέρως.

Επέμενα για τη γραμμή και τις υποδιαιρέσεις της. Σε μια στιγμή τραβούσα κάποιον από το μπουφάν για να του δείξω τις γραμμές του φερμουάρ. Μετά, τις γραμμές που σχημάτιζαν την πλέξη του πουλόβερ του. Γραμμή έτσι, γραμμή αλλιώς. Στο τέλος φώναζαν όλα μαζί ανεμίζοντας κάποιο σχήμα του μολυβιού τους, τις γραμμές του βιβλίου τους, τις τρίχες της κεφαλής τους. Γραμμή! Γραμμή! Γραμμή! Φωνάζανε. Νομίζω πως τελικά είχανε καταλάβει το μπλέξιμο των κατασκευών και διασκεδάζανε.

Το βράδυ της Κυριακής προσπάθησα να βάλω τάξη στους κανόνες, τόνος-ρυθμός κλπ., έτσι που να τους γίνουν απόλυτα κατανοητοί. Τελικά στο επόμενο μάθημα είχανε συγκρατήσει αυτά που τους είχα πει και φέρανε πολλή δουλειά.. Μόνο που πονάει ο λαιμός μου να λέω και να λέω.

Πουλήθηκε ένα μικρό έργο μου της συλλογής «Περίπατος στον κήπο του Θησείου» στην ομαδική έκθεση στη γκαλερί Κρεωνίδης. Θυμάμαι όταν είπα σ’ αυτή την κυρία που κρατούσε τη συλλογή «δεν πουλάω έργα» στράβωσε τα μούτρα της. Τότε είπα: «6000», «Μόνο;», λέει. «Ε! πόσο;» είπα εγώ. Κούνησε το κεφάλι της. Το αγόρασε κάποιος κύριος Κρίσπης, μου είπε. Πήρα 4.200. Το βράδυ πήγα στην Ομόνοια να ακούσω την ομιλία του Κύρκου.

26.11.1983

Μου παραχωρήσανε τη μεγάλη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου να κάνω μια ατομική έκθεση.

Γράφω το κείμενο του φυλλαδίου που έχω δαχτυλογραφήσει για τους επισκέπτες. Το διαβάζω και στον Γιάννη Ρίτσο. Μου είπε: «Εντάξει, δεν χρειάζονται αλλαγές».

Έκθεση Τζένης Δρόσου Καισαριανή

Αυτή την έκθεση τη χρωστάω στη γειτονιά που με μεγάλωσε. Το σπίτι μας είναι στη Φορμίωνος και βλέπει προς το Παγκράτι. Παρόλα αυτά η Καισαριανή με έθρεψε.

Τα πρώτα σχέδια τα φτιάχνω στο Σκοπευτήριο και ζωγραφίζω παιδιά και γυναίκες. Ό,τι φτιάχνω όμως μου φαίνεται ένα ελάχιστο, ένα τίποτα. Τέσσερα χρόνια πάω κοντά στον Τσαρούχη. Φεύγοντας νοικιάζω ένα δωμάτιο στην Καισαριανή για εργαστήριο. Παίρνω μέρος στην έκθεση «Νέοι καλλιτέχνες» στο Ζυγό. Φτιάχνω, σκίζω, αυτό γίνεται συνέχεια. Γεμίζω μια βαλίτσα με χαρτιά χαρτάκια, όταν το 1964 έρχεται στο σπίτι μου ο Γιάννης Σιδέρης προς αναζήτηση καισαριανωτών ζωγράφων για μια έκθεση στη Δημαρχία. Δίνω έργο στην Πανελλήνια και γίνεται δεκτό.

Το 1973 αποφασίζω τελικά να κάνω πέρα το μοντέλο και τις νεκρές φύσεις και να ζωγραφίσω ελεύθερα. Όλα τα έργα και σχέδια είναι γεγονότα της ίδιας μου της ζωής. Πολλές φορές η απομόνωση απ’ το μοντέλο με τρομάζει. Πρέπει να φτιάξω το θέμα μου πολλές φορές για να το απαλλάξω απ’ τα λόγια και να μείνει μόνο η ζωγραφική. Κι έτσι πάει και θα πάει λέω.

Το 1973 αποφασίζω τελικά να κάνω πέρα το μοντέλο και τις νεκρές φύσεις και να ζωγραφίσω ελεύθερα. Όλα τα έργα και σχέδια είναι γεγονότα της ίδιας μου της ζωής. Πολλές φορές η απομόνωση απ’ το μοντέλο με τρομάζει. Πρέπει να φτιάξω το θέμα μου πολλές φορές για να το απαλλάξω απ’ τα λόγια κκαι να μείνει μόνο η ζωγραφική. Κι έτσι πάει και θα πάει λέω.

23.11.1983

Κουράστηκα πολύ να ετοιμάσω την έκθεση μεταφέροντας και ταχτοποιώντας τα έργα. Είχα διαλέξει ό,τι καλύτερο νόμιζα. Πρόσθεσα τα σχέδια που είχα κάνει για το Πρωινό άστρο του Γιάννη Ρίτσου που μου είχαν ποζάρει μικρά παιδιά καισαριανιωτάκια, όπως και τέμπερες από τοπία από το Σκοπευτήριο ή τέλος πάντων ό,τι νόμιζα καλύτερο. Την τελευταία στιγμή πρόσθεσα και δύο έργα που είχα κάνει τελευταία, την «Τελετή του μνημόσυνου για τρία νέα παλληκάρια που είχαν σκοτώσει στη μέση του δρόμου κοντά στην πλατεία Καισαριανής οι γερμανοτσολιάδες στο τελευταίο ντου πριν από την Απελευθέρωση». Η έκθεση γινόταν στον 2ο όροφο του Πνευματικού Κέντρου στη μεγάλη αίθουσα όπου γίνονταν συνήθως οι πολιτικοί γάμοι.

Το απόγευμα των εγκαινίων ήμουνα καθισμένη και περίμενα το κοινό. Πέρασαν οι 7:00 δεν εμφανίστηκε κανένας. Στις οκτώ έρχεται ένας μικρός μαθητής μου. Τριγύρισε λίγο και έφυγε. Στις 8:30 μπήκε ο φίλος ζωγράφος Γιώργος Νικολακόπουλος. Του έκανε εντύπωση που δεν βρήκε κανέναν επισκέπτη. Κι εγώ απορούσα γιατί περίμενα να έρθει ο δήμαρχος και όλοι τελικά οι γνωστοί ή αυτοί που μου είχαν παραχωρήσει την αίθουσα.

Ο Γιώργος απόρησε. «Πρέπει να οργανώνει κανείς μία έκθεση», μου είπε. Εγώ δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Δεν είχα φτιάξει αφίσα αλλά είχα ρίξει πάνω από 200 προσκλήσεις σε πόρτες και είχα στείλει σε γνωστούς καισαριανιώτες άλλες τόσες.

Μια δυο φορές κάποιος έχωνε το κεφάλι του, κοιτούσε βιαστικά από την πόρτα κι έφευγε. Στις 10.00 ήρθε η γυναίκα που κρατάει το κλειδί του πνευματικού κέντρου και μου είπε: «Πρέπει να κλείσω. Ως τις 10:00 μου είπανε». Αληθινά δεν ήξερα τι να σκεφτώ.

Την άλλη μέρα πήγα στο Πνευματικό Κέντρο. Ήταν ο Νίκος, ο βιβλιοθηκάριος. Τον ρώτησα: «Συμβαίνει τίποτα; Δεν ήρθε κανένας εχτές». Σηκώνεται πολύ σοβαρός και μου λέει: «Έκανες ένα μεγάλο λάθος». Εγώ απόρησα. «Τι λάθος;» «Έλα να δεις». Μπαίνουμε στην αίθουσα και με πάει κατευθείαν στα δύο αυτά έργα που είχα φτιάξει τελευταία με την τελετή του μνημόσυνου των τριών σκοτωμένων παιδιών. «Έγραψες εδώ σ’ αυτή τη λεζάντα: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Εσωτερικού έκανε την τελετή στην πλατεία της Καισαριανής και του Εξωτερικού στην ταβέρνα του Πετεφρή. Δηλαδή, το Εσωτερικό έκανε στον τόπο που τους έθαψαν και του Εξωτερικού το ρίξανε στο φαγητό. Αυτά τα έργα πρέπει να τα αποσύρεις. Είσαι αναθεωρήτρια». Είχα μείνει άλαλη. Όταν Μπόρεσα να μιλήσω ρώτησα: «τι θα πει αναθεωρήτρια;»

Νομίζω πως με συμπαθούσε γιατί μ’ έβλεπε που κόπιαζα τόσο πολύ με τις διδασκαλίες και τα βάσανα που τράβαγα με τα παιδιά που τους έκανα ζωγραφική και είδε πόσο κουράστηκα για την οργάνωση αυτής της έκθεσης! Αναθεωρήτρια! Δεν είχα ιδέα τι σημαίνει, και σα να μετάνιωσε μου είπε: «κάνε ό,τι θέλεις» κι έφυγε. Φαίνεται πως ο σκληρός πυρήνας του κόμματος ειδοποιήθηκε και αποφασίστηκε η αποχή.

Μέχρι το τέλος, είναι αλήθεια, των δέκα ημερών δεν εμφανίστηκε κανένας. Άκουσα ακόμα ένα δυο παράπονα αλλά αδιαφόρησα. Ήμουνα άτυχη με τις εκθέσεις μου, αυτό το ήξερα. Και μια φίλη μου μου το είπε Κάποια φορά «μ’ αρέσει η ζωγραφική σου αλλά οι εκθέσεις σου δεν μ’ αρέσουνε» ή και τ’ άλλο «οι ζωγράφοι θέλουν να κάνουν και τους συγγραφείς!».

Είναι να μη σκεφτώ; «Τι τις θέλω τις λεζάντες; Οι ζωγράφοι πρέπει  να ‘ναι μουγγοί».

Ατομική έκθεση

1991, Γκαλερί Ώρα

Δείχνω:

  • Ταυρομαχίες
  • Μιλώντας με τον εαυτό μου
  • Το λουτρό
  • Νοσοκομεία – Χειρουργεία
  • Τοπία Ύδρας και άλλα

Μεσολάβησαν πολλές ομαδικές που κάποιες οργανώνει το Επιμελητήριο Καλών Τεχνών και καλούμαι να συμμετέχω.

Μια ατομική μου στην Κατερίνη και η τελευταία στη γκαλερί Χρυσόθεμις το 2009 όπου δεν μπόρεσα να δείξω όλη την εργασία μου –ήταν μικρή η αίθουσα– με θέματα:

  • Η Αριάδνη στην παιδική χαρά των Αγίων Αποστόλων
  • Γυμναστικές ασκήσεις
  • Περιπατιάδες